Anonymous

θηλή: Difference between revisions

From LSJ
170 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_3
(6_9)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θηλή''': ἡ, (θάω) τὸ [[μέρος]] τοῦ μαστοῦ [[ὅθεν]] ἐξέρχεται τὸ [[γάλα]], ἡ «ῥῶγα», Λατ. papilla, Εὐρ. Κύκλ. 56, Πλάτ. Κρατ. 414Α· τῶν μαστῶν ἡ θ., δι’ ἧς... τὸ [[γάλα]] διηθεῖται Ἀριστ. Ι. Ζ. 1. 12, 2, πρβλ. 2. 1, 38· ἐπὶ ζῴων, [[αὐτόθι]].
|lstext='''θηλή''': ἡ, (θάω) τὸ [[μέρος]] τοῦ μαστοῦ [[ὅθεν]] ἐξέρχεται τὸ [[γάλα]], ἡ «ῥῶγα», Λατ. papilla, Εὐρ. Κύκλ. 56, Πλάτ. Κρατ. 414Α· τῶν μαστῶν ἡ θ., δι’ ἧς... τὸ [[γάλα]] διηθεῖται Ἀριστ. Ι. Ζ. 1. 12, 2, πρβλ. 2. 1, 38· ἐπὶ ζῴων, [[αὐτόθι]].
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />bout du sein, sein, mamelle.<br />'''Étymologie:''' R. Θα &gt; Θαλ, sucer ; cf. <i>lat.</i> fellare ; v. [[θῆλυς]].
}}
}}