Anonymous

ῥύδην: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥύδην''': [ῠ], Ἐπίρρ. (ῥέω) «σφοδρῶς καὶ ἀθρόως· [[οὕτως]] Κρατῖνος» Φώτ. ἐν λέξει, ὡς λέγομεν νῦν «τρεχᾶτα», κατὰ ῥοήν, ὡς ῥέει τὸ [[ῥεῦμα]], ἐν εἴδει ὁρμητικῆς ῥοῆς, ἐντόνως καὶ [[ῥύδην]] ἐλαυνόντων Πλουτ. Σύλλ. 21, κτλ. Πρβλ. [[ῥύβδην]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ῥύδην]]· εὐκόλως, ἢ ἀθρόως ἐπιτρέχοντες».
|lstext='''ῥύδην''': [ῠ], Ἐπίρρ. (ῥέω) «σφοδρῶς καὶ ἀθρόως· [[οὕτως]] Κρατῖνος» Φώτ. ἐν λέξει, ὡς λέγομεν νῦν «τρεχᾶτα», κατὰ ῥοήν, ὡς ῥέει τὸ [[ῥεῦμα]], ἐν εἴδει ὁρμητικῆς ῥοῆς, ἐντόνως καὶ [[ῥύδην]] ἐλαυνόντων Πλουτ. Σύλλ. 21, κτλ. Πρβλ. [[ῥύβδην]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ῥύδην]]· εὐκόλως, ἢ ἀθρόως ἐπιτρέχοντες».
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />avec affluence, en foule, abondamment.<br />'''Étymologie:''' [[ῥέω]], -δην.
}}
}}