Anonymous

εὐποίητος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐποίητος''': -ον, (ἴδε κατωτ.): ― [[καλῶς]] πεποιημένος, [[καλῶς]] εἰργασμένος, ἔν τε θρόνοις ἐϋποιήτοισι τάπητας βάλλετε πορφυρέους Ὀδ. Υ. 150· εὐποίητόν τε πυράγρην Γ. 434· οὕτω καὶ Ἡσ. ἐν Ἀσπ. Ἡρ. 64, Ἀπολλ. Ρόδ., κλ. ― Ἐν Ἰλ. Ε. 466., Π. 636, [[ἔνθα]] ἡ τοῦ θηλυκοῦ [[κατάληξις]] ἀπαντᾷ, [[δέον]] νὰ γραφῇ [[διῃρημένως]]: εὖ ποιητῇσι, εὖ ποιητάων (ἐν τελευταίᾳ δ’ [[ὅμως]] ἐκδόσει Hentze ἐϋποιήτῃσι, ἐϋποιητάων).
|lstext='''εὐποίητος''': -ον, (ἴδε κατωτ.): ― [[καλῶς]] πεποιημένος, [[καλῶς]] εἰργασμένος, ἔν τε θρόνοις ἐϋποιήτοισι τάπητας βάλλετε πορφυρέους Ὀδ. Υ. 150· εὐποίητόν τε πυράγρην Γ. 434· οὕτω καὶ Ἡσ. ἐν Ἀσπ. Ἡρ. 64, Ἀπολλ. Ρόδ., κλ. ― Ἐν Ἰλ. Ε. 466., Π. 636, [[ἔνθα]] ἡ τοῦ θηλυκοῦ [[κατάληξις]] ἀπαντᾷ, [[δέον]] νὰ γραφῇ [[διῃρημένως]]: εὖ ποιητῇσι, εὖ ποιητάων (ἐν τελευταίᾳ δ’ [[ὅμως]] ἐκδόσει Hentze ἐϋποιήτῃσι, ἐϋποιητάων).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />bien fait, bien travaillé.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ποιέω]].
}}
}}