Anonymous

βαμβαίνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_2)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βαμβαίνω''': [[λέξις]] ὠνοματοπ., κτυπῶ, [[συγκρούω]], κροτῶ τοὺς ὀδόντας, Ἰλ. Κ. 375 · [[τραυλίζω]], Βίων 4. 9, Ἀνθ. · ― οὕτω καὶ βαμβακύζω Ἱππῶν· 10 · [[ὡσαύτως]], βαμβαλίζω ἢ -ύζω Α. Β. 30, Εὐστ. 812. 46, καὶ [[ἐντεῦθεν]] διορθωθὲν (ἀντὶ [[βομβυλιάζω]]) ἐν Ἀριστ. Προβλ. 27. 11 · ― βαμβάλω [[εἶναι]] ἀμφ., Meineke Μόσχ. 3. 7.
|lstext='''βαμβαίνω''': [[λέξις]] ὠνοματοπ., κτυπῶ, [[συγκρούω]], κροτῶ τοὺς ὀδόντας, Ἰλ. Κ. 375 · [[τραυλίζω]], Βίων 4. 9, Ἀνθ. · ― οὕτω καὶ βαμβακύζω Ἱππῶν· 10 · [[ὡσαύτως]], βαμβαλίζω ἢ -ύζω Α. Β. 30, Εὐστ. 812. 46, καὶ [[ἐντεῦθεν]] διορθωθὲν (ἀντὶ [[βομβυλιάζω]]) ἐν Ἀριστ. Προβλ. 27. 11 · ― βαμβάλω [[εἶναι]] ἀμφ., Meineke Μόσχ. 3. 7.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />claquer des dents, trembler de frayeur <i>ou</i> de froid.<br />'''Étymologie:''' DELG onomatopée.
}}
}}