3,277,121
edits
(6_2) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βαμβαίνω''': [[λέξις]] ὠνοματοπ., κτυπῶ, [[συγκρούω]], κροτῶ τοὺς ὀδόντας, Ἰλ. Κ. 375 · [[τραυλίζω]], Βίων 4. 9, Ἀνθ. · ― οὕτω καὶ βαμβακύζω Ἱππῶν· 10 · [[ὡσαύτως]], βαμβαλίζω ἢ -ύζω Α. Β. 30, Εὐστ. 812. 46, καὶ [[ἐντεῦθεν]] διορθωθὲν (ἀντὶ [[βομβυλιάζω]]) ἐν Ἀριστ. Προβλ. 27. 11 · ― βαμβάλω [[εἶναι]] ἀμφ., Meineke Μόσχ. 3. 7. | |lstext='''βαμβαίνω''': [[λέξις]] ὠνοματοπ., κτυπῶ, [[συγκρούω]], κροτῶ τοὺς ὀδόντας, Ἰλ. Κ. 375 · [[τραυλίζω]], Βίων 4. 9, Ἀνθ. · ― οὕτω καὶ βαμβακύζω Ἱππῶν· 10 · [[ὡσαύτως]], βαμβαλίζω ἢ -ύζω Α. Β. 30, Εὐστ. 812. 46, καὶ [[ἐντεῦθεν]] διορθωθὲν (ἀντὶ [[βομβυλιάζω]]) ἐν Ἀριστ. Προβλ. 27. 11 · ― βαμβάλω [[εἶναι]] ἀμφ., Meineke Μόσχ. 3. 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />claquer des dents, trembler de frayeur <i>ou</i> de froid.<br />'''Étymologie:''' DELG onomatopée. | |||
}} | }} |