Anonymous

τετράπλευρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τετράπλευρος''': [ᾰ], -ον, ἔχων τέσσαρας πλευράς, [[σχῆμα]] Στράβ. 210˙ [[κίων]] Ἀνθ. Π. 9. 682˙ - τετράπλευρον, τό, [[σχῆμα]] ἔχον τέσσαρας πλευράς, Ἀριστ. Μηχ. 1, 4, Προβλ. 15. 6.
|lstext='''τετράπλευρος''': [ᾰ], -ον, ἔχων τέσσαρας πλευράς, [[σχῆμα]] Στράβ. 210˙ [[κίων]] Ἀνθ. Π. 9. 682˙ - τετράπλευρον, τό, [[σχῆμα]] ἔχον τέσσαρας πλευράς, Ἀριστ. Μηχ. 1, 4, Προβλ. 15. 6.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a quatre côtés ; τὸ τετράπλευρον figure à quatre côtés.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[πλευρά]].
}}
}}