3,277,121
edits
(6_15) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐγχειρίδιος''': -ον, (χεὶρ) ὁ ἐν τῇ χειρί, ἱκετῶν ἐγχειριδίοις... κλάδοισιν; Αἰσχύλ. Ἱκ. 22. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἐγχειρίδιον, τό, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, [[μαχαίριον]], «μαχαῖρι τοῦ ζωναριοῦ», «λάζος», «στιλέτο», Ἡρόδ. 1. 12, 214, κτλ., Θουκ. 3. 70· ἐγχειριδίῳ πλήττειν Λυσ. 101. 13, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐγχειρίδια· σκεύη καὶ ὄργανα σκευῶν, [[ἤγουν]] δόρατα καὶ τὰ ἐν χειρὶ (μαχαίρια)». 2) [[λαβή]], Θεόφρ. Ἱστ. Φ. 4. 3, 3, Ἀθήν. 204Α. 3) σύντομον [[βιβλίον]], ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν· [[προσέτι]], [[ὄνομα]] πραγματείας τοῦ Ἐπικτήτου -ῑδιον, Meineke Μένανδ. σ. 160. | |lstext='''ἐγχειρίδιος''': -ον, (χεὶρ) ὁ ἐν τῇ χειρί, ἱκετῶν ἐγχειριδίοις... κλάδοισιν; Αἰσχύλ. Ἱκ. 22. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἐγχειρίδιον, τό, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, [[μαχαίριον]], «μαχαῖρι τοῦ ζωναριοῦ», «λάζος», «στιλέτο», Ἡρόδ. 1. 12, 214, κτλ., Θουκ. 3. 70· ἐγχειριδίῳ πλήττειν Λυσ. 101. 13, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐγχειρίδια· σκεύη καὶ ὄργανα σκευῶν, [[ἤγουν]] δόρατα καὶ τὰ ἐν χειρὶ (μαχαίρια)». 2) [[λαβή]], Θεόφρ. Ἱστ. Φ. 4. 3, 3, Ἀθήν. 204Α. 3) σύντομον [[βιβλίον]], ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν· [[προσέτι]], [[ὄνομα]] πραγματείας τοῦ Ἐπικτήτου -ῑδιον, Meineke Μένανδ. σ. 160. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> <i>adj.</i> que l’on tient dans la main;<br /><b>II.</b> τὸ ἐγχειρίδιον :<br /><b>1</b> arme portative, couteau, poignard;<br /><b>2</b> livre portatif, manuel.<br />'''Étymologie:''' [[ἐγχειρίζω]]. | |||
}} | }} |