Anonymous

νησίς: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νησίς''': -ῖδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ [[νῆσος]], μικρὰ [[νῆσος]], «νησάκι», Ἡρόδ. 8. 76, 95, Θουκ. 8. 14, κτλ. [γεν. νησῖδος Λυκόφρ. 599, Ἀνθ. Π. 6. 89, Διον. Π. 479, κτλ.: καὶ οὕτω λέγει ὁ Δράκων 23. 14, ἂν καὶ ἐν 47. 20 μνημονεύει τὴν λέξ. [[μετὰ]] ῐ].
|lstext='''νησίς''': -ῖδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ [[νῆσος]], μικρὰ [[νῆσος]], «νησάκι», Ἡρόδ. 8. 76, 95, Θουκ. 8. 14, κτλ. [γεν. νησῖδος Λυκόφρ. 599, Ἀνθ. Π. 6. 89, Διον. Π. 479, κτλ.: καὶ οὕτω λέγει ὁ Δράκων 23. 14, ἂν καὶ ἐν 47. 20 μνημονεύει τὴν λέξ. [[μετὰ]] ῐ].
}}
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br />petite île, îlot.<br />'''Étymologie:''' [[νῆσος]].
}}
}}