Anonymous

πλινθίον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_22)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλινθίον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[πλίνθος]], μικρὰ [[πλίνθος]], Θουκ. 6. 88, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 24. ΙΙ. = [[πλαίσιον]]· 1) παρὰ μεταγεν., [[φάλαγξ]] στρατιωτῶν εἰς [[σχῆμα]] πλίνθου, Ἀρρ. Τακτ. 41· τάξαν τὴν στρατιὰν ἐν πλινθίῳ Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 13. 4, 4 ― [[Κατὰ]] Σουΐδ. «[[πλινθίον]], παρατάξεως [[εἶδος]]». 2) ἡλιακὸν [[ὡρολόγιον]], Βιτρούβ. 9. 9· πρβλ. πλινθὶς 2. ΙΙΙ. ἐν τῇ Ἀριθμ., [[ἀριθμὸς]] ὑψωθεὶς εἰς τὸ τετράγωνον καὶ ἀκολούθως πολλαπλασιασθείς, ἐπὶ μικρότερόν τινα ἀριθμὸν (καὶ κατὰ τοῦτο διαφέρων τοῦ κύβου), π. χ. 42x2, Λατ. laterculus, Ast. Νικομ. Ἀριθ. σ. 278. 2) [[πλινθίον]] ἐκαλεῖτο καὶ [[παιδιά]] τις παιζομένη διὰ πολλῶν ψηφίων καὶ ἡ σανὶς ἢ ἡ πλὰξ ἐφ’ ἧς ἐπαίζετο, [[Πολυδ]]. Θϳ, 98· ― [[καθόλου]], = [[διάγραμμα]], Φίλων 1. 27. 3) αἱ τῶν πλινθίων ὑπογραφαί, τὰ μέρη ἢ διαστήματα εἰς ἃ οἱ οἰωνοσκόποι διῄρουν τὸν οὐρανόν, templa ἢ regiones coeli, Πλουτ. Κάμιλλ. 32, πρβλ. Ρωμύλ. 22· ― ἐπὶ κοσμημάτων πλινθοειδῶν ἐπὶ τοῦ ὑφάσματος σάγου, [[ἤτοι]] στρατιωτικοῦ μανδύου, Διόδ. 5. 30.
|lstext='''πλινθίον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[πλίνθος]], μικρὰ [[πλίνθος]], Θουκ. 6. 88, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 24. ΙΙ. = [[πλαίσιον]]· 1) παρὰ μεταγεν., [[φάλαγξ]] στρατιωτῶν εἰς [[σχῆμα]] πλίνθου, Ἀρρ. Τακτ. 41· τάξαν τὴν στρατιὰν ἐν πλινθίῳ Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 13. 4, 4 ― [[Κατὰ]] Σουΐδ. «[[πλινθίον]], παρατάξεως [[εἶδος]]». 2) ἡλιακὸν [[ὡρολόγιον]], Βιτρούβ. 9. 9· πρβλ. πλινθὶς 2. ΙΙΙ. ἐν τῇ Ἀριθμ., [[ἀριθμὸς]] ὑψωθεὶς εἰς τὸ τετράγωνον καὶ ἀκολούθως πολλαπλασιασθείς, ἐπὶ μικρότερόν τινα ἀριθμὸν (καὶ κατὰ τοῦτο διαφέρων τοῦ κύβου), π. χ. 42x2, Λατ. laterculus, Ast. Νικομ. Ἀριθ. σ. 278. 2) [[πλινθίον]] ἐκαλεῖτο καὶ [[παιδιά]] τις παιζομένη διὰ πολλῶν ψηφίων καὶ ἡ σανὶς ἢ ἡ πλὰξ ἐφ’ ἧς ἐπαίζετο, [[Πολυδ]]. Θϳ, 98· ― [[καθόλου]], = [[διάγραμμα]], Φίλων 1. 27. 3) αἱ τῶν πλινθίων ὑπογραφαί, τὰ μέρη ἢ διαστήματα εἰς ἃ οἱ οἰωνοσκόποι διῄρουν τὸν οὐρανόν, templa ἢ regiones coeli, Πλουτ. Κάμιλλ. 32, πρβλ. Ρωμύλ. 22· ― ἐπὶ κοσμημάτων πλινθοειδῶν ἐπὶ τοῦ ὑφάσματος σάγου, [[ἤτοι]] στρατιωτικοῦ μανδύου, Διόδ. 5. 30.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>I.</b> petite brique;<br /><b>II.</b> objet en forme de brique :<br /><b>1</b> compartiment carré;<br /><b>2</b> carré que les augures décrivaient sur le sol pour prendre les auspices.<br />'''Étymologie:''' [[πλίνθος]].
}}
}}