Anonymous

ἐγκύρω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_20)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγκύρω''': παρατ. ἐνέκῡρον: μέλλ. ἐγκύρσω: ἀόρ. ἐνέκυρσα: Παθ. ἐγκύρομαι: - οἱ τύποι [[ἐγκυρέω]], ἀόρ. α΄ ἐνεκύρησα, [[εἶναι]] ἧττον συνήθεις, ἴδε κατωτ. Ἐντυγχάνω, συναντῶ, [[μετὰ]] δοτ., Λατ. incidere, ἐνέκυρσε φάλαγξι Ἰλ. Ν. 145· ἐγκύρσας ἄτῃσιν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 214· ὁκοίοις ἐγκυρέωσιν ἔργμασι Ἀρχίλ. 65· ἐγκύρσαις (Δωρ. ἀόρ. α΄ μετοχ.) ἑκατονταετεῖ βιοτᾷ Πινδ. Π. 4. 502, πρβλ. 1 ἐν τέλει· στρατῷ ἐνέκυρσε ἀμφοτέρῃσι τῇσι μοίρῃσι Ἡρόδ. 4. 125· ἐνεκύρησαν στρατῷ ὁ αὐτ. 7. 218: - ἐν Ἡροδ. 7. 208 [[μετὰ]] γεν., ἀλογίης ἐνέκυρσε πολλῆς, ([[ἐνταῦθα]] ὁ Valck. προέτεινεν ἐκύρησε, [[ὅπερ]] ἐγένετο δεκτὸν ὑπὸ Βεκκήρου κλ.· ἄλλοι προτείνουσιν ἀλογίῃσι): - μετ’ αἰτ., Ἄιδαν ἐγκύρσαντες ἀλάμπετον Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 241. - Ἰων. [[λέξις]], σπανίως ἀπαντῶσα παρ’ Ἀττ., ἐγκῦρσαι Σοφ. Ἠλ. 863, ἐγκύρσαι ῠ Βακχυλίδου Ἀποσπ. 253 ἔκδ. Blass, ἐγκυρῆσαι, ἀντὶ τοῦ ἐντυχεῖν, Κρατῖν ἐν «Δηλιάσιν» 12.
|lstext='''ἐγκύρω''': παρατ. ἐνέκῡρον: μέλλ. ἐγκύρσω: ἀόρ. ἐνέκυρσα: Παθ. ἐγκύρομαι: - οἱ τύποι [[ἐγκυρέω]], ἀόρ. α΄ ἐνεκύρησα, [[εἶναι]] ἧττον συνήθεις, ἴδε κατωτ. Ἐντυγχάνω, συναντῶ, [[μετὰ]] δοτ., Λατ. incidere, ἐνέκυρσε φάλαγξι Ἰλ. Ν. 145· ἐγκύρσας ἄτῃσιν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 214· ὁκοίοις ἐγκυρέωσιν ἔργμασι Ἀρχίλ. 65· ἐγκύρσαις (Δωρ. ἀόρ. α΄ μετοχ.) ἑκατονταετεῖ βιοτᾷ Πινδ. Π. 4. 502, πρβλ. 1 ἐν τέλει· στρατῷ ἐνέκυρσε ἀμφοτέρῃσι τῇσι μοίρῃσι Ἡρόδ. 4. 125· ἐνεκύρησαν στρατῷ ὁ αὐτ. 7. 218: - ἐν Ἡροδ. 7. 208 [[μετὰ]] γεν., ἀλογίης ἐνέκυρσε πολλῆς, ([[ἐνταῦθα]] ὁ Valck. προέτεινεν ἐκύρησε, [[ὅπερ]] ἐγένετο δεκτὸν ὑπὸ Βεκκήρου κλ.· ἄλλοι προτείνουσιν ἀλογίῃσι): - μετ’ αἰτ., Ἄιδαν ἐγκύρσαντες ἀλάμπετον Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 241. - Ἰων. [[λέξις]], σπανίως ἀπαντῶσα παρ’ Ἀττ., ἐγκῦρσαι Σοφ. Ἠλ. 863, ἐγκύρσαι ῠ Βακχυλίδου Ἀποσπ. 253 ἔκδ. Blass, ἐγκυρῆσαι, ἀντὶ τοῦ ἐντυχεῖν, Κρατῖν ἐν «Δηλιάσιν» 12.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> [[ἐνέκυρσα]];<br />tomber sur, rencontrer : τινι qqn <i>ou</i> qch ; φάλαγξιν IL se heurter aux lignes (d’une troupe ennemie) ; στρατῷ HDT rencontrer une armée.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[κύρω]].
}}
}}