3,277,226
edits
(6_20) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὕδω''': παρατ. ηὗδον Πλάτ. Συμπ. 203Β, ἀποκατασταθὲν ἐν Εὐρ. Βάκχ. 683, Ρήσῳ 763, 779, εὗδον Ἰλ. Β. 2, Θεόκρ. 2126, Ἰων. εὕδεσκε Ἰλ. Χ. 503: - μέλλ. εὑδήσω Αἰσχύλ. Ἀγ. 337: - ἀόρ. ηὕδησα (καθ-) Ἱππ. Κοιμῶμαι, [[πλαγιάζω]], συχνὸν παρ’ Ὁμ.· [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., ὁπότ’ ἂν αὗτε εὕδησθα γλυκὺν [[ὕπνον]] Ὀδ. Θ. 445· [[ὕπνον]] οὐκ εὐδαίμονα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1014· γλυκερὸν καὶ ἐγέρσιμον [[ὕπνον]] Θεόκρ. 24. 7· [[ὡσαύτως]], ὕπνῳ γ’ εὕδοντα, βεβυθισμένον εἰς [[ὕπνον]] (κατὰ Badham: ἐνδόντα, παραδοθέντα εἰς τὸν [[ὕπνον]]), Σοφ. Ο. Τ. 65· εὕδειν… παρὰ χρυσέῃ Ἀφροδίτῃ Ὀδ. Ο. 337, 342· σὺν ὁμήλικι εὕδειν Θεόγν. 1059· τὴν ὅλην νύκτα Πλάτ. Νόμ. 807Ε, κ. ἀλλ.: - [[ὡσαύτως]], ἐπὶ τοῦ ὕπνου τοῦ θανάτου. Πρόμαχος δεδμημένος εὕδει ἔγχει ἐμῷ Ἰλ. Κ. 482· οὑμὸς εὕδων…[[νέκυς]] Σοφ. Ο. Κ. 621· πρβλ. [[κοιμάω]] ΙΙ. 3. ΙΙ. μεταφ., ἀναπαύομαι, [[ἡσυχάζω]], ὄφρ’ εὕδῃσι [[μένος]] Βορεάο Ἰλ. Ε. 524· εὑδέτω [[πόντος]] [[Σιμωνίδης]] 44. 15, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 566· εὕδοντα πόλεμον ἐπεγείρειν Σόλων 3. 19· εὕδουσι δ’ ὀρέων κορυφαὶ Ἀλκμὰν 34· [[οὔπω]] κακὸν τόδ’ εὕδει Εὐρ. Ἱκ. 1148· εὕδει [[χάρις]], κοιμᾶται, παύεται, Πινδ. Ι. 7 (6), 23, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 662· ἐπὶ τοῦ νοῦ ἢ τῆς καρδίας, εἶμαι [[ἥσυχος]], εἶμαι εὐχαριστημένος, εὑδούσῃ φρενὶ Σοφοκλ. Ἀποσπ. 563, πρβλ. Θεόκρ. 126, Πλάτ. Πολ. 571C· (οὕτω τὸ dormine, ἐν τῇ Λατιν. πρβλ. Heid. Ὁρατ. Σατ. 1. 2, 7): - ἐπὶ προσώπων, κοιμῶμαι, [[ὥστε]] κεἰ βραδὺς εὕδει, δηλ. καὶ ἂν ἀναπαύεται ἀκόμη καὶ δὲν θέλει νὰ κινηθῇ, Σοφ. Ο. Κ. 307· Τισίαν ἐάσομεν εὕδειν, θὰ ἀφήσωμεν αὐτὸν νὰ ἀναπαυθῇ, Πλάτ. Φαῖδρος 267Α· πρβλ. [[βρίζω]]. - Παρὰ πεζογράφοις κοινότερον [[εἶναι]] τὸ [[καθεύδω]], ἂν καὶ εὑρίσκομεν τὸ [[εὕδω]] ἐν Ἡρόδ. 1. 34, 209, Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ξεν. Κυν. 5. 11. | |lstext='''εὕδω''': παρατ. ηὗδον Πλάτ. Συμπ. 203Β, ἀποκατασταθὲν ἐν Εὐρ. Βάκχ. 683, Ρήσῳ 763, 779, εὗδον Ἰλ. Β. 2, Θεόκρ. 2126, Ἰων. εὕδεσκε Ἰλ. Χ. 503: - μέλλ. εὑδήσω Αἰσχύλ. Ἀγ. 337: - ἀόρ. ηὕδησα (καθ-) Ἱππ. Κοιμῶμαι, [[πλαγιάζω]], συχνὸν παρ’ Ὁμ.· [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., ὁπότ’ ἂν αὗτε εὕδησθα γλυκὺν [[ὕπνον]] Ὀδ. Θ. 445· [[ὕπνον]] οὐκ εὐδαίμονα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1014· γλυκερὸν καὶ ἐγέρσιμον [[ὕπνον]] Θεόκρ. 24. 7· [[ὡσαύτως]], ὕπνῳ γ’ εὕδοντα, βεβυθισμένον εἰς [[ὕπνον]] (κατὰ Badham: ἐνδόντα, παραδοθέντα εἰς τὸν [[ὕπνον]]), Σοφ. Ο. Τ. 65· εὕδειν… παρὰ χρυσέῃ Ἀφροδίτῃ Ὀδ. Ο. 337, 342· σὺν ὁμήλικι εὕδειν Θεόγν. 1059· τὴν ὅλην νύκτα Πλάτ. Νόμ. 807Ε, κ. ἀλλ.: - [[ὡσαύτως]], ἐπὶ τοῦ ὕπνου τοῦ θανάτου. Πρόμαχος δεδμημένος εὕδει ἔγχει ἐμῷ Ἰλ. Κ. 482· οὑμὸς εὕδων…[[νέκυς]] Σοφ. Ο. Κ. 621· πρβλ. [[κοιμάω]] ΙΙ. 3. ΙΙ. μεταφ., ἀναπαύομαι, [[ἡσυχάζω]], ὄφρ’ εὕδῃσι [[μένος]] Βορεάο Ἰλ. Ε. 524· εὑδέτω [[πόντος]] [[Σιμωνίδης]] 44. 15, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 566· εὕδοντα πόλεμον ἐπεγείρειν Σόλων 3. 19· εὕδουσι δ’ ὀρέων κορυφαὶ Ἀλκμὰν 34· [[οὔπω]] κακὸν τόδ’ εὕδει Εὐρ. Ἱκ. 1148· εὕδει [[χάρις]], κοιμᾶται, παύεται, Πινδ. Ι. 7 (6), 23, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 662· ἐπὶ τοῦ νοῦ ἢ τῆς καρδίας, εἶμαι [[ἥσυχος]], εἶμαι εὐχαριστημένος, εὑδούσῃ φρενὶ Σοφοκλ. Ἀποσπ. 563, πρβλ. Θεόκρ. 126, Πλάτ. Πολ. 571C· (οὕτω τὸ dormine, ἐν τῇ Λατιν. πρβλ. Heid. Ὁρατ. Σατ. 1. 2, 7): - ἐπὶ προσώπων, κοιμῶμαι, [[ὥστε]] κεἰ βραδὺς εὕδει, δηλ. καὶ ἂν ἀναπαύεται ἀκόμη καὶ δὲν θέλει νὰ κινηθῇ, Σοφ. Ο. Κ. 307· Τισίαν ἐάσομεν εὕδειν, θὰ ἀφήσωμεν αὐτὸν νὰ ἀναπαυθῇ, Πλάτ. Φαῖδρος 267Α· πρβλ. [[βρίζω]]. - Παρὰ πεζογράφοις κοινότερον [[εἶναι]] τὸ [[καθεύδω]], ἂν καὶ εὑρίσκομεν τὸ [[εὕδω]] ἐν Ἡρόδ. 1. 34, 209, Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ξεν. Κυν. 5. 11. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés. et impf. poét.</i> εὗδον, <i>att.</i> ηὗδον;<br />dormir, reposer ; <i>fig.</i> se reposer, s’apaiser.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d’étym. admise par tous. | |||
}} | }} |