Anonymous

παρεκτρέπω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρεκτρέπω''': [[τρέπω]], [[ἐκτρέπω]] κατὰ [[μέρος]], Εὐριπ. Ἱκέτ. 1111 (ἴδε ἐν λ. [[ὀχετός]]). ΙΙ. [[διαστρέφω]], Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 6. 33. - Παθ., τρέπομαι κατὰ [[μέρος]], παρεκτρέπομαι, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 46 π. εἰς... Πλούτ. 2. 114D· π. τῆς ὁδοῦ Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 81.
|lstext='''παρεκτρέπω''': [[τρέπω]], [[ἐκτρέπω]] κατὰ [[μέρος]], Εὐριπ. Ἱκέτ. 1111 (ἴδε ἐν λ. [[ὀχετός]]). ΙΙ. [[διαστρέφω]], Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 6. 33. - Παθ., τρέπομαι κατὰ [[μέρος]], παρεκτρέπομαι, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 46 π. εἰς... Πλούτ. 2. 114D· π. τῆς ὁδοῦ Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 81.
}}
{{bailly
|btext=détourner du droit chemin, faire dévier;<br /><i><b>Moy.</b></i> παρεκτρέπομαι se détourner du droit chemin, s’égarer.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἐκτρέπω]].
}}
}}