3,274,418
edits
(6_6) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βρᾰχύς''': -εῖα (Ἰων. έα, Ἡρόδ. 5. 49), ύ: συγκρ. βραχύτερος, [[βραχίων]] (πρβλ. [[βράσσων]]): ὑπερθ. βραχύτατος, βράχιστος. (Πρὸς τὴν √ ΒΡΑΧ πρβλ. Λατ. brevis ([[οὕτως]], [[ἐλαχύς]], levis).) Σύντομος, «[[κοντός]]», 1) ἐπὶ τόπου καὶ χρόνου, βρ. [[οἶμος]], ὁδὸς Πίνδ. Π. 4. 441, Πλάτ. Νόμ. 718E, κτλ.· [[βίος]] Ἡρόδ. 7. 46· [[χρόνος]] Αἰσχύλ. Πρ. 939, κτλ.· [[μῦθος]], [[λόγος]], [[αὐτόθι]] 505, Πέρσ. 713, κτλ.· ἐν βραχεῖ συνθεὶς [[λέγω]], ἐν ὀλίγοις, συντόμως, Σοφ. Ἠλ. 673· ἀλλ. [[ὡσαύτως]], ἐν βραχεῖ (Ἰων. βραχέϊ) ἐντὸς βραχέος χρονικοῦ διαστήματος, ἐν ὀλίγῳ χρόνῳ, Ἡρόδ. 5. 24, κ. ἀλλ.· διά βραχέος Θουκ. 2. 83· βραχεῖ χρόνῳ Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 193· βραχύ, εἰς μικρὰν ἀπόστασιν, Ξεν. Ἀν. 3. 3, 7, κτλ.· ἐπὶ βραχὺ [[αὐτόθι]] 3. 3, 17· πρὸ βραχέος Ἰάμβλ. βίῳ Πυθ. 112· -ἐπίρρ., βραχέως [πολέμους] ἐπ’ ἀλλήλους ἐπιφέρειν, σπανίως, ὀλίγον, κατ’ ἀραιὰ διαστήματα, Θουκ. 1. 141. 2) ἐπὶ μεγέθους, [[ἤτοι]] ὄγκου, [[κοντός]], [[μικρός]], [[ὀλίγος]], βραχὺς μορφὰν Πίνδ. Ι. 4. 89 (3. 71), πρβλ. 7. (6). 61· βρ. [[τεῦχος]] Σοφ. Ἠλ. 1113, πρβλ. 757· βρ. [[τεῖχος]], χαμηλόν, Θουκ. 7. 29· βραχύ μοι [[στόμα]], [[εἶναι]] παραπολὺ μικρὸν διὰ νὰ ..., Πίνδ. Ν. 10. 35· κατὰ βρ., κατ’ ὀλίγον, «ἀπὸ ’λίγο, ’λίγο», Θουκ. 1. 64, Πλάτ. Σοφ. 241C· παρὰ βραχύ, παρ’ ὀλίγον, [[σχεδόν]], φυγεῖν Ἀλκίφρων 3. 5· βραχύ τι λωφᾶν ἀπό ..., Θουκ. 6. 12: πρβλ. [[βράχεα]], τά. 3) ἐπὶ ποσοῦ, [[ὀλίγος]], διὰ βραχέων, μὲ ὀλίγας λέξεις, Πλάτ. Πρωτ. 336A· ὡς ἂν δύνωμαι διὰ βραχυτάτων Δημ. 814. 4, πρβλ. Λυσ. 146. 27, κτλ.· ἐν βραχυτάτοις Ἀντιφῶν 113. 21· -[[οὕτως]] ἐπίρρ., βραχέως ἀπολογεῖσθαι, συντόμως, δι’ ὀλίγων, Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 5. 4) ἐπὶ ἀξίας ἢ σπουδαίοτητος, ἐπὶ προσώπ., [[ταπεινός]], ἄσημος, Σοφ. Ο. Κ. 880· τὸν μὲν ἀφ’ ὑψηλῶν βραχὺν ᾤκισε Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 613· βρ. τὴν διάνοιαν Ἰωσηπ. Ἀρχ. Ι. 12. 4, 1· ‒ ἐπὶ πραγμάτων, [[μικρός]], [[ἀσήμαντος]], [[μηδαμινός]], βρ. [[ἐλπίς]], [[χάρις]] Σοφ. Ο. Τ. 21, Τρ. 1217· [[πρόφασις]] Εὐρ. Ι. Α. 1180· λυπεῖν βραχύ, ἀντίθετον τῷ μέγ’ εὑρεῖν [[κέρδος]] Σοφ. Ἠλ. 1304· οὐ περὶ βραχέων βουλεύεσθαι Θουκ. 1. 78· βραχὺ καὶ οὐδενὸς ἄξιον ὁ αὐτ. 8. 76· βρ. [[κέρδος]] Λυσ. 109. 41· [[οὐσία]] Ἰσαῖ. 82. 23, κτλ.: ‒ οὐδ. ὡς ἐπίρρ., βραχὺ [[φροντίζω]] τινός, [[σκέπτομαι]] ἐπιπολαίως [[περί]] τινος, ἀμελῶ, ἀδιαφορῶ, Δημ. 212. 25. 5) ἐπὶ ποσότητος συλλαβῶν, Ἀριστ. Κατηγ. 6, 3, Ρητ. 3. 8, 6. | |lstext='''βρᾰχύς''': -εῖα (Ἰων. έα, Ἡρόδ. 5. 49), ύ: συγκρ. βραχύτερος, [[βραχίων]] (πρβλ. [[βράσσων]]): ὑπερθ. βραχύτατος, βράχιστος. (Πρὸς τὴν √ ΒΡΑΧ πρβλ. Λατ. brevis ([[οὕτως]], [[ἐλαχύς]], levis).) Σύντομος, «[[κοντός]]», 1) ἐπὶ τόπου καὶ χρόνου, βρ. [[οἶμος]], ὁδὸς Πίνδ. Π. 4. 441, Πλάτ. Νόμ. 718E, κτλ.· [[βίος]] Ἡρόδ. 7. 46· [[χρόνος]] Αἰσχύλ. Πρ. 939, κτλ.· [[μῦθος]], [[λόγος]], [[αὐτόθι]] 505, Πέρσ. 713, κτλ.· ἐν βραχεῖ συνθεὶς [[λέγω]], ἐν ὀλίγοις, συντόμως, Σοφ. Ἠλ. 673· ἀλλ. [[ὡσαύτως]], ἐν βραχεῖ (Ἰων. βραχέϊ) ἐντὸς βραχέος χρονικοῦ διαστήματος, ἐν ὀλίγῳ χρόνῳ, Ἡρόδ. 5. 24, κ. ἀλλ.· διά βραχέος Θουκ. 2. 83· βραχεῖ χρόνῳ Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 193· βραχύ, εἰς μικρὰν ἀπόστασιν, Ξεν. Ἀν. 3. 3, 7, κτλ.· ἐπὶ βραχὺ [[αὐτόθι]] 3. 3, 17· πρὸ βραχέος Ἰάμβλ. βίῳ Πυθ. 112· -ἐπίρρ., βραχέως [πολέμους] ἐπ’ ἀλλήλους ἐπιφέρειν, σπανίως, ὀλίγον, κατ’ ἀραιὰ διαστήματα, Θουκ. 1. 141. 2) ἐπὶ μεγέθους, [[ἤτοι]] ὄγκου, [[κοντός]], [[μικρός]], [[ὀλίγος]], βραχὺς μορφὰν Πίνδ. Ι. 4. 89 (3. 71), πρβλ. 7. (6). 61· βρ. [[τεῦχος]] Σοφ. Ἠλ. 1113, πρβλ. 757· βρ. [[τεῖχος]], χαμηλόν, Θουκ. 7. 29· βραχύ μοι [[στόμα]], [[εἶναι]] παραπολὺ μικρὸν διὰ νὰ ..., Πίνδ. Ν. 10. 35· κατὰ βρ., κατ’ ὀλίγον, «ἀπὸ ’λίγο, ’λίγο», Θουκ. 1. 64, Πλάτ. Σοφ. 241C· παρὰ βραχύ, παρ’ ὀλίγον, [[σχεδόν]], φυγεῖν Ἀλκίφρων 3. 5· βραχύ τι λωφᾶν ἀπό ..., Θουκ. 6. 12: πρβλ. [[βράχεα]], τά. 3) ἐπὶ ποσοῦ, [[ὀλίγος]], διὰ βραχέων, μὲ ὀλίγας λέξεις, Πλάτ. Πρωτ. 336A· ὡς ἂν δύνωμαι διὰ βραχυτάτων Δημ. 814. 4, πρβλ. Λυσ. 146. 27, κτλ.· ἐν βραχυτάτοις Ἀντιφῶν 113. 21· -[[οὕτως]] ἐπίρρ., βραχέως ἀπολογεῖσθαι, συντόμως, δι’ ὀλίγων, Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 5. 4) ἐπὶ ἀξίας ἢ σπουδαίοτητος, ἐπὶ προσώπ., [[ταπεινός]], ἄσημος, Σοφ. Ο. Κ. 880· τὸν μὲν ἀφ’ ὑψηλῶν βραχὺν ᾤκισε Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 613· βρ. τὴν διάνοιαν Ἰωσηπ. Ἀρχ. Ι. 12. 4, 1· ‒ ἐπὶ πραγμάτων, [[μικρός]], [[ἀσήμαντος]], [[μηδαμινός]], βρ. [[ἐλπίς]], [[χάρις]] Σοφ. Ο. Τ. 21, Τρ. 1217· [[πρόφασις]] Εὐρ. Ι. Α. 1180· λυπεῖν βραχύ, ἀντίθετον τῷ μέγ’ εὑρεῖν [[κέρδος]] Σοφ. Ἠλ. 1304· οὐ περὶ βραχέων βουλεύεσθαι Θουκ. 1. 78· βραχὺ καὶ οὐδενὸς ἄξιον ὁ αὐτ. 8. 76· βρ. [[κέρδος]] Λυσ. 109. 41· [[οὐσία]] Ἰσαῖ. 82. 23, κτλ.: ‒ οὐδ. ὡς ἐπίρρ., βραχὺ [[φροντίζω]] τινός, [[σκέπτομαι]] ἐπιπολαίως [[περί]] τινος, ἀμελῶ, ἀδιαφορῶ, Δημ. 212. 25. 5) ἐπὶ ποσότητος συλλαβῶν, Ἀριστ. Κατηγ. 6, 3, Ρητ. 3. 8, 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εῖα, ύ;<br />court;<br /><b>1</b> <i>en parl. de l’espace</i> βραχεία [[ὁδός]], court chemin, court trajet ; βραχεία [[φάλαγξ]] XÉN ligne de bataille peu profonde ; <i>adv.</i> • βραχύ <i>ou</i> • ἐπὶ βραχύ, à courte distance ; βραχὺ [[τεῖχος]] THC mur peu élevé;<br /><b>2</b> <i>en parl. de la durée</i> βραχὺς [[βίος]] HDT vie courte ; βραχὺς [[χρόνος]] ESCHL temps court ; [[ἐν]] βραχεί PLAT, διὰ βραχέος THC en peu de temps ; κατὰ βραχύ, peu à peu ; βραχὺς [[λόγος]] ESCHL discours bref ; [[ἐν]] βραχυτάτῳ XÉN en très peu de mots, très brièvement ; <i>t. de pros.</i> bref;<br /><b>3</b> <i>en parl. du nombre, de la quantité</i> [[βραχέα]] φράσαι SOPH ne dire que peu de mots ; διὰ βραχέων PLAT en peu de mots, brièvement;<br /><b>4</b> <i>en parl. de la qualité</i> petit, médiocre, humble : βραχὺ [[κέρδος]] LYS gain chétif ; [[ἔργον]] βραχύ XÉN œuvre sans importance ; λόγοι [[βραχεῖς]] SOPH paroles insignifiantes ; βραχεία [[πρόφασις]] EUR prétexte vain ; βραχὺ καὶ οὐδενὸς ἄξιον THC chose vaine et sans valeur;<br /><i>Cp.</i> [[βραχύτερος]], <i>poét.</i> [[βράσσων]] (de *βράχ-jων) ; <i>Sp.</i> [[βραχύτατος]] <i>ou</i> [[βράχιστος]].<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> brevis de *bregvis. | |||
}} | }} |