Anonymous

δυσβάστακτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_18)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσβάστακτος''': -ον, ὃν δυσκόλως δύναταί τις νὰ ὑπομείνῃ, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κγ΄, 4, Πλούτ. 2. 915F, κτλ.
|lstext='''δυσβάστακτος''': -ον, ὃν δυσκόλως δύναταί τις νὰ ὑπομείνῃ, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κγ΄, 4, Πλούτ. 2. 915F, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à supporter, accablant.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[βαστάζω]].
}}
}}