Anonymous

καταβλέπω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_13b)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταβλέπω''': μέλλ. -βλέψω, [[βλέπω]] πρὸς τὰ [[κάτω]] [[πρός]] τινα, κατέβλαψεν εἰς τοὺς μαχομένους [[ἄνωθεν]] Πλουτ. Ἄρατ. 32· θεωρῶ, [[βλέπω]], ὁ αὐτ. 2. 680D. 2) [[βλέπω]] [[μετὰ]] προσοχῆς τι, [[ἐξετάζω]], Καλλ. εἰς Δῆλ. 303, Πλούτ. 2. 469Β, κλ.
|lstext='''καταβλέπω''': μέλλ. -βλέψω, [[βλέπω]] πρὸς τὰ [[κάτω]] [[πρός]] τινα, κατέβλαψεν εἰς τοὺς μαχομένους [[ἄνωθεν]] Πλουτ. Ἄρατ. 32· θεωρῶ, [[βλέπω]], ὁ αὐτ. 2. 680D. 2) [[βλέπω]] [[μετὰ]] προσοχῆς τι, [[ἐξετάζω]], Καλλ. εἰς Δῆλ. 303, Πλούτ. 2. 469Β, κλ.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> κατέβλεψα;<br />regarder d’en haut ; fixer ses yeux sur, examiner.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[βλέπω]].
}}
}}