Anonymous

ἀποβρίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_13a)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποβρίζω''': μέλλ. -ξω, ἀποκοιμῶμαι, βυθίζομαι εἰς βαθὺν [[ὕπνον]], [[ἔνθα]] δ’ ἀποβρίξαντες ἐμείναμεν Ἠῶ δῖαν Ὀδ. Ι. 151, Μ. 7, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 21· [[ὕπνον]] ἀπ. Καλλ. Ἐπιγράμμ. 17· καθ’ Ἡσύχ. «ἀποβρίξαντες· [[μετὰ]] βορὰν ἀπονυστάξαντες».
|lstext='''ἀποβρίζω''': μέλλ. -ξω, ἀποκοιμῶμαι, βυθίζομαι εἰς βαθὺν [[ὕπνον]], [[ἔνθα]] δ’ ἀποβρίξαντες ἐμείναμεν Ἠῶ δῖαν Ὀδ. Ι. 151, Μ. 7, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 21· [[ὕπνον]] ἀπ. Καλλ. Ἐπιγράμμ. 17· καθ’ Ἡσύχ. «ἀποβρίξαντες· [[μετὰ]] βορὰν ἀπονυστάξαντες».
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> [[ἀπέβριξα]];<br />s’endormir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[βρίζω]].
}}
}}