3,274,919
edits
(6_13a) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προΐστημι''': μέλλ. -στήσω· ἀόρ. α΄ προὔστησα, μετοχ. προστήσας, ἀπαρ. προστῆσαι. Α. Μεταβατικὸν ἐνεργείας ἐν τοῖς χρόνοις τούτοις ὡς καὶ ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ μέσ. ἀορ. α΄, [[ἵστημι]], στήνω [[ἔμπροσθεν]], προστήσας [σε] πρὸ Ἀχαιῶν Τρωσὶ μάχεσθαι μάχεσθαι Ἰλ. Δ. 156 ([[οὐδαμόθι]] [[ἄλλοθι]] παρ’ Ὁμ.)· [[μετὰ]] γεν., τοῦ παιδός… τὸ [[σῶμα]] προστήσαντες, [ὁ μὲν ἐκωλύθη] τοῦ σκοποῦ τυχεῖν κτλ. Ἀντιφῶν Τετραλογ. Β΄, β, 4, πρβλ. Πολύβ. 1. 33, 7. 2) [[ἐφίστημι]], στήνω [[ὑπεράνω]], ὃν ἡ [[πόλις]] ἀξιοῖ αὑτῆς προϊστάναι Πλάτ. Λάχ. 197D, πρβλ. Πολύβ. 1. 33, 7. 3) ἐκθέτω [[δημοσίᾳ]], Δίων Χρυσ. 1. 286. ΙΙ. Μέσ., κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ ἀορ. α΄, θέτω τινὰ πρὸ [[ἐμαυτοῦ]], [[ἐκλέγω]] τινὰ ὡς ἀρχηγόν μου, Ἡρόδ. 1. 123., 4. 80· [[μετὰ]] γενικ., προΐστασθαι τουτονὶ [[ἑαυτοῦ]] Πλάτ. Πολ. 565C, πρβλ. 442Α, 599Α, Δημ. 1357. 25· σφῶν αὐτῶν προὐστήσαντο Κηφίσιον τιμωρὸν γενέσθαι Ἀνδοκ. 18. 11· στρατηγόν τινα τοῦ πολέμου προστήσεσθε Δημ. 1432. 14. 2) θέτω τι πρὸ [[ἐμαυτοῦ]], θέτω ἐνώπιον μου, σκίπωνα προστήσασθαι Ἡρόδ. 4. 172· τὰ ἅρματα Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 18· τὴν χεῖρα, [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ [[σκιάζω]] τοὺς ὀφθαλμούς, Ἀριστ. Προβλ. 31. 28. 3) μεταφορ., [[προβάλλω]] ὡς δικαιολογίαν ἢ πρόφασιν, τί τόδε προὐστήσω λόγῳ; Εὐρ. Κύκλ. 319· τὰ τῶν Ἀφικτυόνων δόγματα προστήσασθαι Δημ. 62. 4, κτλ.· [[μετὰ]] γεν., τὴν ἀτυχίαν τῆς κακουργίας προΐστασθαι Ἀντιφῶν 118. 1· τοῦ ἀγῶνος τὴν πρὸς ἐμὲ ἔχθραν προΐσταται Δημ. 230. 9. 4) προστησώμεθα [[γοῦν]] Τυρταῖον, ἂς φέρωμεν ὡς [[παράδειγμα]] τὸν Τυρταῖον, ἂς μνημονεύσωμεν τὰ ἔπη [[αὐτοῦ]] πρὸς ὑποστήριξιν τῶν λόγων ἡμῶν, Πλάτ. Νόμ. 629Α. 5) προτιμῶ, [[μᾶλλον]] ἐκτιμῶ, ὑπέρτερον [[νομίζω]], τὰ ὦτα τοῦ νοῦ προστήσασθαι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 531Β. Β. Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ. προὔστην: πρκμ. προέστηκα, β΄ πληθ. προέστατε Ἡρόδ. 5. 49· ἀπαρ. προεστάναι, μετοχ. προεστὼς (ἴδε κατωτ.)· ― ἀόρ. παθ. προεστάθην, ἴδε κατωτ. ΙΙ. 3. Προβάλλω ἐμαυτόν, [[παρουσιάζομαι]], [[προσέρχομαι]], Δημ. 1393. 19. 2) μετ’ αἰτ., [[πλησιάζω]], ἥ σε… λιπαρεῖ προὔστην χερὶ Σοφ. Ἠλ. 1378· προστῆναι μέσην τράπεζαν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 580· ― ἐν Ἡροδ. 1. 86, 129, διορθοῦται προσστῆναι. 3) [[μετὰ]] δοτ., ἵσταμαι [[ἔμπροσθεν]], ἐνώπιον, κατέναντί τινος, σοὶ γὰρ [[Αἴας]] [[πολέμιος]] προὔστη ποτὲ Σοφ. Αἴ. 1133· ― παρ’ Ἡροδ. 1. 129, διορθοῦται προσστάς. 4) ἵσταμαι δημοσίως, εἶμαι δημοσία, [[πόρνη]], Αἰσχίν. Ἐπιστ. 7, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 524. ΙΙ. [[μετὰ]] γεν., εἶμαι τεθειμένος [[ὑπεράνω]], ἐπὶ κεφαλῆς τινος, εἶμαι ἡ [[κυρία]] [[δύναμις]] τῆς Ἑλλάδος Ἡρόδ. 1. 69., 5. 49. τῶν Ἀρκάδων ὁ αὐτ. 6. 74· ― [[μάλιστα]], εἶμαι ἐπὶ κεφαλῆς μερίδος πολιτικῆς, ἐνεργῶ ὡς ἄρχων, ὡς [[ἡγεμών]], τῶν παραλίων, τῶν ἐκ τοῦ πεδίου ὁ αὐτ. 1. 59· τοῦ δήμου 3. 82, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 419, Θουκ. 3. 70, Λυσ. 130. 20· τῆς πόλεως Θουκ. 2. 65· πρ. αὐτῶν, εἶμαι ὁ [[ἀρχηγός]], Ξεν. Ἀν. 5. 10, 9, πρβλ. Ἀπομν. 3. 4, 3· πρ. τῶν πολιτειῶν Λυσ. 171. 40, κτλ.· [[ἐντεῦθεν]] ἀπολ., οἱ προεστῶτες, Ἰων. -εῶτες, οἱ πρῶτοι, πρωτεύοντες τῶν μερίδων, ἀρχηγοί, Ἡρόδ. 4. 79, Θουκ. 3. 11, κτλ.· [[οὕτως]], οἱ προεστηκότες ἐν ταῖς πόλεσι Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 1· οἱ μὲν [ἐν;] ταῖς πόλεσι προστάντες Θουκ. 3. 82· τῷ προεστῶτι καὶ ἄρχοντι Πλάτ. Πολ. 428Ε. 2) ἐν ποικίλαις σχέσεσι, κυβερνῶ, [[διευθύνω]], διοικῶ, οὐκ ὀρθῶς [[σεωυτοῦ]] προέστηκας, δὲν κυβερνᾷς [[καλῶς]] σεαυτόν, Ἡρόδ. 2. 173· πρ. τῆς μεταβολῆς Θουκ. 8. 75· τοῦ ἱεροῦ Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 31· τοῦ [[ἑαυτοῦ]] βίου ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 3. 2, 2· τοῦ πράγματος Δημ. 869. 2· ἐργασίας, τέχνης, κτλ. Πλουτ. Περικλ. 24, Ἀθήν. 612Α, κτλ. 3) ἵσταμαι ἔμπροσθέν τινος [[ὥστε]] νὰ φυλάττω αὐτόν, οἱ δορυφόροι Μασίστεω προέστησαν Ἡρόδ. 9. 107, πρβλ. Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 306, κτλ.· [[ἐντεῦθεν]], = προστάτης γενέσθαι, πρόστητ’ ἀναγκαίας τύχης Σοφ. Αἴ. 803· ὁ προστὰς τῆς εἰρήνης, ὁ [[πρόμαχος]] τῆς εἰρ., Αἰσχίν. 49. 41· πρ. τινος, εἶμαι ὁ προστάτης τινός, Ἀνέκδ. Δέλφ. 17· πρ. τῆς ἐναντίας γνώμης Πολύβ. 5. 5. 8. ― οὕτω, τοῖσιν ἐχθροῖς προὐστήτην φόνου, ἦσαν οἱ ἐργάται του…, Σοφ. Ἠλ. 980· πρ. νόσου Εὐρ. Ἀνδρ. 221, [[ἔνθα]] ἴδε Musgr. ― βέλεα… ἀρωγὰ προσταθέντα Σοφ. Ο. Τ. 206 ([[ἔνθα]] ὁ Δινδ. προσταχθέντα, ἀλλὰ πρβλ. ἐστάθην [[αὐτόθι]] 1463, παρεστάθην 911). 4) ὑπερτερῶ, [[ὑπερβαίνω]], πάντων εὐψυψίᾳ Πλάτ. Τίμ. 25Β. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προϊσταμένη· προβαλλομένη» καὶ «προΐσταται· ἐπιπολάζει. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 28. | |lstext='''προΐστημι''': μέλλ. -στήσω· ἀόρ. α΄ προὔστησα, μετοχ. προστήσας, ἀπαρ. προστῆσαι. Α. Μεταβατικὸν ἐνεργείας ἐν τοῖς χρόνοις τούτοις ὡς καὶ ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ μέσ. ἀορ. α΄, [[ἵστημι]], στήνω [[ἔμπροσθεν]], προστήσας [σε] πρὸ Ἀχαιῶν Τρωσὶ μάχεσθαι μάχεσθαι Ἰλ. Δ. 156 ([[οὐδαμόθι]] [[ἄλλοθι]] παρ’ Ὁμ.)· [[μετὰ]] γεν., τοῦ παιδός… τὸ [[σῶμα]] προστήσαντες, [ὁ μὲν ἐκωλύθη] τοῦ σκοποῦ τυχεῖν κτλ. Ἀντιφῶν Τετραλογ. Β΄, β, 4, πρβλ. Πολύβ. 1. 33, 7. 2) [[ἐφίστημι]], στήνω [[ὑπεράνω]], ὃν ἡ [[πόλις]] ἀξιοῖ αὑτῆς προϊστάναι Πλάτ. Λάχ. 197D, πρβλ. Πολύβ. 1. 33, 7. 3) ἐκθέτω [[δημοσίᾳ]], Δίων Χρυσ. 1. 286. ΙΙ. Μέσ., κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ ἀορ. α΄, θέτω τινὰ πρὸ [[ἐμαυτοῦ]], [[ἐκλέγω]] τινὰ ὡς ἀρχηγόν μου, Ἡρόδ. 1. 123., 4. 80· [[μετὰ]] γενικ., προΐστασθαι τουτονὶ [[ἑαυτοῦ]] Πλάτ. Πολ. 565C, πρβλ. 442Α, 599Α, Δημ. 1357. 25· σφῶν αὐτῶν προὐστήσαντο Κηφίσιον τιμωρὸν γενέσθαι Ἀνδοκ. 18. 11· στρατηγόν τινα τοῦ πολέμου προστήσεσθε Δημ. 1432. 14. 2) θέτω τι πρὸ [[ἐμαυτοῦ]], θέτω ἐνώπιον μου, σκίπωνα προστήσασθαι Ἡρόδ. 4. 172· τὰ ἅρματα Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 18· τὴν χεῖρα, [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ [[σκιάζω]] τοὺς ὀφθαλμούς, Ἀριστ. Προβλ. 31. 28. 3) μεταφορ., [[προβάλλω]] ὡς δικαιολογίαν ἢ πρόφασιν, τί τόδε προὐστήσω λόγῳ; Εὐρ. Κύκλ. 319· τὰ τῶν Ἀφικτυόνων δόγματα προστήσασθαι Δημ. 62. 4, κτλ.· [[μετὰ]] γεν., τὴν ἀτυχίαν τῆς κακουργίας προΐστασθαι Ἀντιφῶν 118. 1· τοῦ ἀγῶνος τὴν πρὸς ἐμὲ ἔχθραν προΐσταται Δημ. 230. 9. 4) προστησώμεθα [[γοῦν]] Τυρταῖον, ἂς φέρωμεν ὡς [[παράδειγμα]] τὸν Τυρταῖον, ἂς μνημονεύσωμεν τὰ ἔπη [[αὐτοῦ]] πρὸς ὑποστήριξιν τῶν λόγων ἡμῶν, Πλάτ. Νόμ. 629Α. 5) προτιμῶ, [[μᾶλλον]] ἐκτιμῶ, ὑπέρτερον [[νομίζω]], τὰ ὦτα τοῦ νοῦ προστήσασθαι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 531Β. Β. Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ. προὔστην: πρκμ. προέστηκα, β΄ πληθ. προέστατε Ἡρόδ. 5. 49· ἀπαρ. προεστάναι, μετοχ. προεστὼς (ἴδε κατωτ.)· ― ἀόρ. παθ. προεστάθην, ἴδε κατωτ. ΙΙ. 3. Προβάλλω ἐμαυτόν, [[παρουσιάζομαι]], [[προσέρχομαι]], Δημ. 1393. 19. 2) μετ’ αἰτ., [[πλησιάζω]], ἥ σε… λιπαρεῖ προὔστην χερὶ Σοφ. Ἠλ. 1378· προστῆναι μέσην τράπεζαν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 580· ― ἐν Ἡροδ. 1. 86, 129, διορθοῦται προσστῆναι. 3) [[μετὰ]] δοτ., ἵσταμαι [[ἔμπροσθεν]], ἐνώπιον, κατέναντί τινος, σοὶ γὰρ [[Αἴας]] [[πολέμιος]] προὔστη ποτὲ Σοφ. Αἴ. 1133· ― παρ’ Ἡροδ. 1. 129, διορθοῦται προσστάς. 4) ἵσταμαι δημοσίως, εἶμαι δημοσία, [[πόρνη]], Αἰσχίν. Ἐπιστ. 7, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 524. ΙΙ. [[μετὰ]] γεν., εἶμαι τεθειμένος [[ὑπεράνω]], ἐπὶ κεφαλῆς τινος, εἶμαι ἡ [[κυρία]] [[δύναμις]] τῆς Ἑλλάδος Ἡρόδ. 1. 69., 5. 49. τῶν Ἀρκάδων ὁ αὐτ. 6. 74· ― [[μάλιστα]], εἶμαι ἐπὶ κεφαλῆς μερίδος πολιτικῆς, ἐνεργῶ ὡς ἄρχων, ὡς [[ἡγεμών]], τῶν παραλίων, τῶν ἐκ τοῦ πεδίου ὁ αὐτ. 1. 59· τοῦ δήμου 3. 82, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 419, Θουκ. 3. 70, Λυσ. 130. 20· τῆς πόλεως Θουκ. 2. 65· πρ. αὐτῶν, εἶμαι ὁ [[ἀρχηγός]], Ξεν. Ἀν. 5. 10, 9, πρβλ. Ἀπομν. 3. 4, 3· πρ. τῶν πολιτειῶν Λυσ. 171. 40, κτλ.· [[ἐντεῦθεν]] ἀπολ., οἱ προεστῶτες, Ἰων. -εῶτες, οἱ πρῶτοι, πρωτεύοντες τῶν μερίδων, ἀρχηγοί, Ἡρόδ. 4. 79, Θουκ. 3. 11, κτλ.· [[οὕτως]], οἱ προεστηκότες ἐν ταῖς πόλεσι Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 1· οἱ μὲν [ἐν;] ταῖς πόλεσι προστάντες Θουκ. 3. 82· τῷ προεστῶτι καὶ ἄρχοντι Πλάτ. Πολ. 428Ε. 2) ἐν ποικίλαις σχέσεσι, κυβερνῶ, [[διευθύνω]], διοικῶ, οὐκ ὀρθῶς [[σεωυτοῦ]] προέστηκας, δὲν κυβερνᾷς [[καλῶς]] σεαυτόν, Ἡρόδ. 2. 173· πρ. τῆς μεταβολῆς Θουκ. 8. 75· τοῦ ἱεροῦ Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 31· τοῦ [[ἑαυτοῦ]] βίου ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 3. 2, 2· τοῦ πράγματος Δημ. 869. 2· ἐργασίας, τέχνης, κτλ. Πλουτ. Περικλ. 24, Ἀθήν. 612Α, κτλ. 3) ἵσταμαι ἔμπροσθέν τινος [[ὥστε]] νὰ φυλάττω αὐτόν, οἱ δορυφόροι Μασίστεω προέστησαν Ἡρόδ. 9. 107, πρβλ. Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 306, κτλ.· [[ἐντεῦθεν]], = προστάτης γενέσθαι, πρόστητ’ ἀναγκαίας τύχης Σοφ. Αἴ. 803· ὁ προστὰς τῆς εἰρήνης, ὁ [[πρόμαχος]] τῆς εἰρ., Αἰσχίν. 49. 41· πρ. τινος, εἶμαι ὁ προστάτης τινός, Ἀνέκδ. Δέλφ. 17· πρ. τῆς ἐναντίας γνώμης Πολύβ. 5. 5. 8. ― οὕτω, τοῖσιν ἐχθροῖς προὐστήτην φόνου, ἦσαν οἱ ἐργάται του…, Σοφ. Ἠλ. 980· πρ. νόσου Εὐρ. Ἀνδρ. 221, [[ἔνθα]] ἴδε Musgr. ― βέλεα… ἀρωγὰ προσταθέντα Σοφ. Ο. Τ. 206 ([[ἔνθα]] ὁ Δινδ. προσταχθέντα, ἀλλὰ πρβλ. ἐστάθην [[αὐτόθι]] 1463, παρεστάθην 911). 4) ὑπερτερῶ, [[ὑπερβαίνω]], πάντων εὐψυψίᾳ Πλάτ. Τίμ. 25Β. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προϊσταμένη· προβαλλομένη» καὶ «προΐσταται· ἐπιπολάζει. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 28. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>I.</b> <i>tr. (aux temps suiv. : prés., impf.</i> προΐστην, <i>f.</i> προστήσω, <i>ao.</i> προέστησα, <i>p. contr.</i> [[προὔστησα]] ; <i>pf.</i> προέστηκα, <i>p. contr.</i> [[προὔστηκα]]) mettre en avant, placer en tête : τινα μάχεσθαι IL mettre qqn en avant pour combattre;<br /><b>II.</b> <i>intr. (aux temps suiv. : ao.2</i> προέστην, <i>p. contr.</i> [[προὔστην]], <i>pf.</i> προέστηκα, <i>pqp.</i> προειστήκειν);<br /><b>1</b> se placer en face de : τινί <i>ou</i> τινα, se placer devant qqn ; <i>avec idée d’hostilité</i> se dresser en face de, τινι ; <i>fig.</i> se présenter (à l’esprit);<br /><b>2</b> se placer devant pour protéger, protéger, défendre : τινός qqn ; <i>ou avec le gén. de l’objet contre lequel on protège</i> : ἀναγκαίας τύχης SOPH protéger contre les rigueurs de la fortune;<br /><b>3</b> se placer à la tête de ; <i>à l’ao. et au pf.</i> être à la tête de : [[τοῦ]] δήμου THC du peuple ; [[οἱ]] [[τοῦ]] δήμου προεστηκότες THC les premiers de la cité ; [[οἱ]] [[ἐν]] ταῖς πόλεσι προστάντες THC les premiers citoyens dans les villes ; <i>en mauv. part</i> être le meneur, le chef d’un parti de conjurés ; présider à : τῆς εἰρήνης ESCHN à la paix ; φόνου SOPH à un meurtre ; <i>fig.</i> gouverner (sa vie, <i>etc.</i>) gén.;<br /><i><b>Moy.</b></i> προΐσταμαι (<i>impf.</i> προϊστάμην, <i>f.</i> προστήσομαι, <i>ao.</i> προεστησάμην);<br /><b>I.</b> placer devant soi, acc. ; <i>fig.</i> :<br /><b>1</b> mettre à sa tête, acc.;<br /><b>2</b> mettre devant soi pour se protéger : τὰ [[τῶν]] Ἀμφικτυόνων δόγματα LUC alléguer les décrets des Amphictyons;<br /><b>3</b> se proposer : τινα [[παράδειγμα]] LUC qqn comme modèle;<br /><b>II.</b> mettre en avant, mettre en relief, en évidence : [[τοῦ]] ἀγῶνος τὴν πρὸς ἐμὲ ἐχθρὰν προΐσταται DÉM il met ainsi en évidence comme motif réel de cette lutte sa haine contre moi.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἵστημι]]. | |||
}} | }} |