Anonymous

ἀθλοφόρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀθλοφόρος''': -ον, ὁ ἀποκομίζων τὸ [[βραβεῖον]], [[νικητής]], [[ἵππος]] Ἰλ. Ι. 124: ἄνδρες, Πινδ. Ο. 7. 13, κτλ. Ἰων. [[τύπος]] ἀεθλ-, Ἰλ. Χ. 22, Ἡρόδ. 1. 31. ΙΙ. ὁ διδοὺς ἢ παρέχων βραβεῖα, ἀγῶνες, Συλλ. Ἐπιγρ. 1582.
|lstext='''ἀθλοφόρος''': -ον, ὁ ἀποκομίζων τὸ [[βραβεῖον]], [[νικητής]], [[ἵππος]] Ἰλ. Ι. 124: ἄνδρες, Πινδ. Ο. 7. 13, κτλ. Ἰων. [[τύπος]] ἀεθλ-, Ἰλ. Χ. 22, Ἡρόδ. 1. 31. ΙΙ. ὁ διδοὺς ἢ παρέχων βραβεῖα, ἀγῶνες, Συλλ. Ἐπιγρ. 1582.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui remporte le prix de la lutte.<br />'''Étymologie:''' [[ἆθλον]], [[φέρω]].
}}
}}