3,256,954
edits
(6_16) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πορεύσιμος''': -ον, [[ὡσαύτως]] η, ον, ([[πορεύω]]) ὃν δύναταί τις νὰ διέλθῃ, [[διαβατός]], ἡ τοῦ ποταμοῦ ὁδὸς π. ἀνθρώποις ἐγίνετογ Ξεν. Κύρ. 7. 5, 16· εἰ π. εἴη τὸ [[ἔδαφος]] τοῦ ποταμοῦ [[αὐτόθι]] 18· π. ἦν τό... [[πέλαγος]] Πλάτ. Τίμ. 24Ε· ― ἐν τῷ οὐδ. [ὁδόν], ἥνπερ ἦν πορεύσιμον, δι’ ἧς ἦτο δυνατὸν νὰ διέλθῃ τις, Εὐρ. Ἡλ. 1046. ΙΙ. ἐνεργ., ἱκανὸς νὰ πορευθῇ ἢ ταξιδεύσῃ, Πλάτ. Ἐπιν. 981D. 2) ἱκανὸς νὰ φέρῃ ἢ μεταφέρῃ, π. [[ὄχημα]] τοῖς κομιζομένοις, ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Πλούτ. 2. 86Ε. | |lstext='''πορεύσιμος''': -ον, [[ὡσαύτως]] η, ον, ([[πορεύω]]) ὃν δύναταί τις νὰ διέλθῃ, [[διαβατός]], ἡ τοῦ ποταμοῦ ὁδὸς π. ἀνθρώποις ἐγίνετογ Ξεν. Κύρ. 7. 5, 16· εἰ π. εἴη τὸ [[ἔδαφος]] τοῦ ποταμοῦ [[αὐτόθι]] 18· π. ἦν τό... [[πέλαγος]] Πλάτ. Τίμ. 24Ε· ― ἐν τῷ οὐδ. [ὁδόν], ἥνπερ ἦν πορεύσιμον, δι’ ἧς ἦτο δυνατὸν νὰ διέλθῃ τις, Εὐρ. Ἡλ. 1046. ΙΙ. ἐνεργ., ἱκανὸς νὰ πορευθῇ ἢ ταξιδεύσῃ, Πλάτ. Ἐπιν. 981D. 2) ἱκανὸς νὰ φέρῃ ἢ μεταφέρῃ, π. [[ὄχημα]] τοῖς κομιζομένοις, ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Πλούτ. 2. 86Ε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br /><b>1</b> où l’on peut passer, praticable, accessible;<br /><b>2</b> qui peut transporter.<br />'''Étymologie:''' [[πορεύω]]. | |||
}} | }} |