Anonymous

ὑμέτερος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑμέτερος''': [ῡ], -α, -ον, Δωρ. καὶ Ἐπικ. [[ὑμός]], ἴδε τὴν λέξιν (ὑμεῖς)· - [[ἰδικός]] σας, Λατιν. ve ter, Ὅμ., κλπ.· μετ’ ἄλλης ἀντωνυμίας κατὰ γενικήν, ὑμέτερον ἑκάστου θυμόν, τὸ [[μένος]] ἑκάστου ἐξ ὑμῶν, Ἰλ. Ρ. 226 [[ὑμέτερος]] αὐτῶν [[θυμός]], ἡ ἰδία ὑμῶν καρδία, Ὀδ. Β. 138· - ὑμέτερόνδε, εἰς τὸν ὑμέτερον οἶκον, Ἰλ. Ψ. 86· - τὸ ὑμέτερον, τὸ ἰδικόν σας [[μέρος]], ὡς πρὸς ὑμᾶς, ὑμεῖς, ἢν μὴ τὸ ὑμ. [[ἀντίον]] γένηται, ἂν μὴ ἐναντιωθῆτε ὑμεῖς, Ἡρόδ. 8. 140, 1, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 522C· τὸ δ’ ὑμ. πρᾶξαι, [[ἰδικός]] σας χαρακτὴρ [[εἶναι]] τὸ νά..., Θουκ. 1. 70· τὰ ὑμέτερα, δηλ. πράγματα ἢ κτήματα, Ξενοφ. Κύρ. 3. 2. 12· - παρὰ πεζογράφοις [[ἐνίοτε]] [[μετὰ]] τοῦ ἄρθρου, ταῖς ὑμετέραις πόλεσι Πλάτ. Νόμ. 836C καὶ ἀντικειμενικῶς, αἱ ὑμέτεραι ἐλπίδες, ἃς ὑμεῖς παρέχετε, Θουκ. 1. 69· τῇ ὑμ. παρακελεύσει Πλάτ. Ἀπολ. 36D. ΙΙ. παρὰ ποιηταῖς [[ἐνίοτε]] ἀντὶ τοῦ σός, Σόλων 11. 2, Καλλ. εἰς Δῆλ. 204 228, Ἀνθολ. ΙΙ. 5. 293· ἀλλ’ [[οὐδέποτε]] παρ’ Ἀττ.
|lstext='''ὑμέτερος''': [ῡ], -α, -ον, Δωρ. καὶ Ἐπικ. [[ὑμός]], ἴδε τὴν λέξιν (ὑμεῖς)· - [[ἰδικός]] σας, Λατιν. ve ter, Ὅμ., κλπ.· μετ’ ἄλλης ἀντωνυμίας κατὰ γενικήν, ὑμέτερον ἑκάστου θυμόν, τὸ [[μένος]] ἑκάστου ἐξ ὑμῶν, Ἰλ. Ρ. 226 [[ὑμέτερος]] αὐτῶν [[θυμός]], ἡ ἰδία ὑμῶν καρδία, Ὀδ. Β. 138· - ὑμέτερόνδε, εἰς τὸν ὑμέτερον οἶκον, Ἰλ. Ψ. 86· - τὸ ὑμέτερον, τὸ ἰδικόν σας [[μέρος]], ὡς πρὸς ὑμᾶς, ὑμεῖς, ἢν μὴ τὸ ὑμ. [[ἀντίον]] γένηται, ἂν μὴ ἐναντιωθῆτε ὑμεῖς, Ἡρόδ. 8. 140, 1, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 522C· τὸ δ’ ὑμ. πρᾶξαι, [[ἰδικός]] σας χαρακτὴρ [[εἶναι]] τὸ νά..., Θουκ. 1. 70· τὰ ὑμέτερα, δηλ. πράγματα ἢ κτήματα, Ξενοφ. Κύρ. 3. 2. 12· - παρὰ πεζογράφοις [[ἐνίοτε]] [[μετὰ]] τοῦ ἄρθρου, ταῖς ὑμετέραις πόλεσι Πλάτ. Νόμ. 836C καὶ ἀντικειμενικῶς, αἱ ὑμέτεραι ἐλπίδες, ἃς ὑμεῖς παρέχετε, Θουκ. 1. 69· τῇ ὑμ. παρακελεύσει Πλάτ. Ἀπολ. 36D. ΙΙ. παρὰ ποιηταῖς [[ἐνίοτε]] ἀντὶ τοῦ σός, Σόλων 11. 2, Καλλ. εἰς Δῆλ. 204 228, Ἀνθολ. ΙΙ. 5. 293· ἀλλ’ [[οὐδέποτε]] παρ’ Ἀττ.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />votre, le vôtre ; <i>avec un gén.</i> : [[ὑμέτερος]] ἑκάστου [[θυμός]] IL votre courage à chacun de vous ; [[ὑμέτερος]] αὐτῶν [[θυμός]] OD votre propre cœur ; <i>au sens Pass.</i> [[αἱ]] ὑμέτεραι ἐλπίδες THC les espérances fondées sur vous ; τὸ ὑμέτερον ce qui vous concerne, votre intérêt, vos dispositions, votre caractère, vos habitudes ; τὰ ὑμέτερα vos biens.<br />'''Étymologie:''' [[ὑμεῖς]].
}}
}}