Anonymous

ἀχάριτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀχάρῐτος''': -ον, = [[ἀχάριστος]], ὁ μὴ ἔχων [[χάριν]], Πλουτ. Σό. 20: ― παρ’ Ἡροδ. ὡς τὸ [[ἄχαρις]] κατ' εὐφημ., παθήματα ἀχάριτα ἐόντα Ἡρόδ. 1. 207. 2) [[ἀγνώμων]], [[ἀχάριστος]], δῆμον [[εἶναι]] [[συνοίκημα]] ἀχαριτώτατον ὁ αὐτ. 7. 156· [[χάρις]] [[ἀχάριτος]], ὡς τὸ [[ἄχαρις]], Εὐρ. Φοίν. 1757· καὶ ἀχάριτον διωρθώθη ὑπ’ Ἐλμσλ. [[χάριν]] τοῦ μέτρου, ἐν Αἰσχύλ. Χο. 42.
|lstext='''ἀχάρῐτος''': -ον, = [[ἀχάριστος]], ὁ μὴ ἔχων [[χάριν]], Πλουτ. Σό. 20: ― παρ’ Ἡροδ. ὡς τὸ [[ἄχαρις]] κατ' εὐφημ., παθήματα ἀχάριτα ἐόντα Ἡρόδ. 1. 207. 2) [[ἀγνώμων]], [[ἀχάριστος]], δῆμον [[εἶναι]] [[συνοίκημα]] ἀχαριτώτατον ὁ αὐτ. 7. 156· [[χάρις]] [[ἀχάριτος]], ὡς τὸ [[ἄχαρις]], Εὐρ. Φοίν. 1757· καὶ ἀχάριτον διωρθώθη ὑπ’ Ἐλμσλ. [[χάριν]] τοῦ μέτρου, ἐν Αἰσχύλ. Χο. 42.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ος, ον :<br /><b>1</b> désagréable ; <i>par euph. p.</i> pénible;<br /><b>2</b> sans reconnaissance, ingrat ; [[χάρις]] [[ἀχάριτος]] ESCHL marque de reconnaissance qui n’en est pas une;<br /><i>Sp.</i> ἀχαριτώτατος.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[χάρις]].<br /><span class="bld">2</span><i>gén. de</i> [[ἄχαρις]].
}}
}}