3,274,498
edits
(6_16) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νύκτερος''': -ον, = [[νυκτερινός]], νύκτ. [[μήνη]] Αἰσχύλ. Πρ. 797· ὀνείρατα Πέρσ. 176· ἄστρων ... νυκτέρων [[ὁμήγυρις]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 4· [[ναυκληρία]] Σοφ. Ἀποσπ. 151· [[δεῖμα]] ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 410· ν. ἀπελωβήθη, διὰ νυκτός, ἐν καιρῷ νυκτός, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 217. | |lstext='''νύκτερος''': -ον, = [[νυκτερινός]], νύκτ. [[μήνη]] Αἰσχύλ. Πρ. 797· ὀνείρατα Πέρσ. 176· ἄστρων ... νυκτέρων [[ὁμήγυρις]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 4· [[ναυκληρία]] Σοφ. Ἀποσπ. 151· [[δεῖμα]] ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 410· ν. ἀπελωβήθη, διὰ νυκτός, ἐν καιρῷ νυκτός, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 217. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />de nuit, nocturne.<br />'''Étymologie:''' [[νύξ]]. | |||
}} | }} |