Anonymous

δίγονος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_17)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δίγονος''': -ον, ὁ δὶς γεννηθείς, ἐπὶ τοῦ Βάκχου, Ἀνθ. Π. 9. 524. 2). [[δίδυμος]], διπλοῦς, [[μάσθλης]] δ. Σοφ. Ἀποσπ. 137· δ. σώματα, δύο σώματα, Εὐρ. Ἠλ. 1178· [[ἀλλά]], ΙΙ. ἐνεργ. = [[δίτοκος]], ὁ γεννῶν δὶς ἢ δύο [[ὁμοῦ]], δίδυμα. Ἡσύχ. Καὶ τὸ παθητ. καὶ τὸ ἐνεργ. τονίζονται ἐπὶ τῆς προπαραληγούσης.
|lstext='''δίγονος''': -ον, ὁ δὶς γεννηθείς, ἐπὶ τοῦ Βάκχου, Ἀνθ. Π. 9. 524. 2). [[δίδυμος]], διπλοῦς, [[μάσθλης]] δ. Σοφ. Ἀποσπ. 137· δ. σώματα, δύο σώματα, Εὐρ. Ἠλ. 1178· [[ἀλλά]], ΙΙ. ἐνεργ. = [[δίτοκος]], ὁ γεννῶν δὶς ἢ δύο [[ὁμοῦ]], δίδυμα. Ἡσύχ. Καὶ τὸ παθητ. καὶ τὸ ἐνεργ. τονίζονται ἐπὶ τῆς προπαραληγούσης.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />né <i>ou</i> engendré deux fois (<i>ép. de Bacchus</i>) ; <i>p. suite</i> double.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[γίγνομαι]].
}}
}}