Anonymous

συγκαταβαίνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_13b)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκαταβαίνω''': μέλλ. -βήσομαι· ἀόρ. -έβην. Καταβαίνω ἢ [[κατέρχομαι]] μετά τινος, τᾷ σᾷ πτέρυγι Εὐρ. Ἀνδρ. 505· ἅμα τοῖς ᾠοῖς Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 5. 13· - μεταφορ., σ. ταῖς ἡλικίαις ἐπὶ τὸν αὐτὸν καιρὸν ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 7. 16, 2· πρβλ. [[αὐτόθι]] 9· - ἐπὶ τῶν τριχῶν τῶν κατὰ τὰ πλάγια τοῦ προσώπου, ὡς τὸ [[συγκάτειμι]], Ἰακώψ. εἰς Φιλόστρ. σελ. 266. 2) [[κατέρχομαι]] [[ὁμοῦ]], ἀντίθετον τῷ [[ἀνέρχομαι]], ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρολογ. 2. 3, 32· [[μάλιστα]] εἰς τὴν παραλίαν, Θουκ. 6. 30· [[μάλιστα]] εἰς τὴν παραλίαν, Θουκ. 6. 30· εἰς ὁμαλοὺς τόπους Πολύβ. 1. 39, 12· ἀπὸ τοῦ λόφου Πλουτ. Κράσσ. 31. 3) [[κατέρχομαι]] εἰς βοήθειάν τινος, [[Ζεὺς]] ... Μοῖρά τε συγκατέβα Αἰσχύλ. Εὐμ. 1046, πρβλ. Χο. 727. 4) ὡς τὸ Λατ. descendere in arenam, σ. εἰς κίνδυνον, εἰς πόλεμον, κτλ., Πολύβ. 3. 89, 8., 5. 66, 7, Διόδ., κτλ.· εἰς παράταξιν Διόδ. 17. 98, κτλ. 5) [[κατέρχομαι]] εἴς τι, συμφωνῶ με τι, εἰς κρίσιν, εἰς συνθήκας, κτλ., Πολύβ. 3. 90, 5., 4. 4, 5. κτλ. 6) μεταφ., [[καταβαίνω]] [[μέχρι]] τινός, [[ὑποβάλλω]] ἐμαυτόν, εἴς τι ὁ αὐτ. 4. 45, 4, κτλ.· σ. εἰς πᾶν, συμφωνῶ ὡς πρὸς πάντας τοὺς ὅρους, ὁ αὐτ. 3. 10, 1· [[καθόλου]], [[κύπτω]] πρὸς τὰ [[κάτω]], συναινῶ, [[συγκατανεύω]], ὁ αὐτ. 26. 10, 4· [[μάλιστα]] παρὰ τοῖς ἐκκλ., ἐπὶ τοῦ τρόπου, καθ’ ὃν ὁ θεὸς φέρεται πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, εἰς δήλωσιν δηλ. τῆς μακροθυμίας [[αὐτοῦ]] καὶ εὐσπλάγχνου ἀγαθότητος. 7) [[κάμνω]] συγκατάβασιν εἰς τὰς ἀπαιτήσεις μου ἢ εἰς τὴν τὴν τιμὴν ἣν ἀπαιτῶ, ὁ αὐτ. 22. 9, 12. Πρβλ. [[συγκαθίημι]].
|lstext='''συγκαταβαίνω''': μέλλ. -βήσομαι· ἀόρ. -έβην. Καταβαίνω ἢ [[κατέρχομαι]] μετά τινος, τᾷ σᾷ πτέρυγι Εὐρ. Ἀνδρ. 505· ἅμα τοῖς ᾠοῖς Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 5. 13· - μεταφορ., σ. ταῖς ἡλικίαις ἐπὶ τὸν αὐτὸν καιρὸν ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 7. 16, 2· πρβλ. [[αὐτόθι]] 9· - ἐπὶ τῶν τριχῶν τῶν κατὰ τὰ πλάγια τοῦ προσώπου, ὡς τὸ [[συγκάτειμι]], Ἰακώψ. εἰς Φιλόστρ. σελ. 266. 2) [[κατέρχομαι]] [[ὁμοῦ]], ἀντίθετον τῷ [[ἀνέρχομαι]], ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρολογ. 2. 3, 32· [[μάλιστα]] εἰς τὴν παραλίαν, Θουκ. 6. 30· [[μάλιστα]] εἰς τὴν παραλίαν, Θουκ. 6. 30· εἰς ὁμαλοὺς τόπους Πολύβ. 1. 39, 12· ἀπὸ τοῦ λόφου Πλουτ. Κράσσ. 31. 3) [[κατέρχομαι]] εἰς βοήθειάν τινος, [[Ζεὺς]] ... Μοῖρά τε συγκατέβα Αἰσχύλ. Εὐμ. 1046, πρβλ. Χο. 727. 4) ὡς τὸ Λατ. descendere in arenam, σ. εἰς κίνδυνον, εἰς πόλεμον, κτλ., Πολύβ. 3. 89, 8., 5. 66, 7, Διόδ., κτλ.· εἰς παράταξιν Διόδ. 17. 98, κτλ. 5) [[κατέρχομαι]] εἴς τι, συμφωνῶ με τι, εἰς κρίσιν, εἰς συνθήκας, κτλ., Πολύβ. 3. 90, 5., 4. 4, 5. κτλ. 6) μεταφ., [[καταβαίνω]] [[μέχρι]] τινός, [[ὑποβάλλω]] ἐμαυτόν, εἴς τι ὁ αὐτ. 4. 45, 4, κτλ.· σ. εἰς πᾶν, συμφωνῶ ὡς πρὸς πάντας τοὺς ὅρους, ὁ αὐτ. 3. 10, 1· [[καθόλου]], [[κύπτω]] πρὸς τὰ [[κάτω]], συναινῶ, [[συγκατανεύω]], ὁ αὐτ. 26. 10, 4· [[μάλιστα]] παρὰ τοῖς ἐκκλ., ἐπὶ τοῦ τρόπου, καθ’ ὃν ὁ θεὸς φέρεται πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, εἰς δήλωσιν δηλ. τῆς μακροθυμίας [[αὐτοῦ]] καὶ εὐσπλάγχνου ἀγαθότητος. 7) [[κάμνω]] συγκατάβασιν εἰς τὰς ἀπαιτήσεις μου ἢ εἰς τὴν τὴν τιμὴν ἣν ἀπαιτῶ, ὁ αὐτ. 22. 9, 12. Πρβλ. [[συγκαθίημι]].
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.2</i> συγκατέβην, <i>etc.</i><br /><b>1</b> descendre ensemble (de la ville au Pirée);<br /><b>2</b> descendre au secours de, descendre pour assister.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[καταβαίνω]].
}}
}}