Anonymous

ἀκόνιτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκόνῑτος''': -ον, ([[κονίω]]) [[ἄνευ]] κονιορτοῦ, ἀγῶνος καὶ πάλης, Κόϊντ. Σμ. 4. 319. ΙΙ = [[ἀκώνιστος]], Διοσκ. 1.6. - Ἐπίρρ. -τως, ὁ αὐτ.
|lstext='''ἀκόνῑτος''': -ον, ([[κονίω]]) [[ἄνευ]] κονιορτοῦ, ἀγῶνος καὶ πάλης, Κόϊντ. Σμ. 4. 319. ΙΙ = [[ἀκώνιστος]], Διοσκ. 1.6. - Ἐπίρρ. -τως, ὁ αὐτ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans poussière, sans combat, sans effort.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[κονίω]].
}}
}}