3,273,006
edits
(6_12) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥίζα''': ης, ἡ αἰτ. ῥίζην ἀντὶ τοῦ ῥίζαν Μάρκελλ. Σιδήτης 89 [[χάριν]] τοῦ μέτρου (ἴδε κατωτ.)˙ - [[ῥίζα]], Ὀδ. Κ. 304, Ψ. 196, Ἀττ. ὡς [[φάρμακον]], Ἰλ. Κ. 846 ῥ. [[ἐλατήριος]], καθαρτικὸν [[φάρμακον]], καθάρσιον, Foës Oecon. Hipp.˙ - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., αἱ ῥίζαι, Ἰλ. Μ. 134, Ὀδ. Μ. 435, κτλ. δένδρεα μακρὰ αὐτῇσι ῥίζῃσι Ἰλ. Ι. 542 [[ἐντεῦθεν]] 2) ἐπὶ πολλῶν μεταφορικῶν χρήσεων, π.χ. αἱ ῥίζαι τῶν ὀφθαλμῶν, Ὀδ. Ι. 390, πρβλ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 933˙ αἱ ῥίζαι ἢ τὰ θεμέλια τῆς γῆς, Ἡσ. Ἔργ. Κ. Ἡμ. 19˙ χθόνα ... αὐταῖς ῥίζαις [[πνεῦμα]] κραδαίνοι Αἰσχύλ. Πρ. 1047˙ ἰπούμενος ῥίζαισιν Αἰτναίαις ὕπο [[αὐτόθι]] 365˙ ἐπὶ πτερῶν, τριχῶν, κτλ., Πλάτ. Φαῖδρ. 251Β, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 11, 12˙ τῶν ὀδόντων, ὁ αὐτ. Π. Ζ. Γεν. 5. 8, 9˙ γαστρὸς ῥ. ὁ ὀμφαλὸς ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 1, κτλ. 3) ἐκ ῥιζῶν ἀναιρεῖν, radicitus, Πλουτ. Πομπ. 21, Ἡρακλείδ. παρ’ Ἀθην. 523F˙ πρβλ. [[ῥιζόθεν]], [[πρόρριζος]]. ΙΙ. τὸ ὡς [[ῥίζα]] ἀπὸ τοῦ [[αὐτοῦ]] πρέμνου φυόμενον, [[ὅθεν]] ὁ Πίνδαρος καλεῖ τὴν Λιβύην τρίτην ῥίζαν χθονός, θεωρῶν τὴν γῆν ὡς διῃρημένην εἰς [[τρεῖς]] ἠπείρους, Π. 9. 14. ΙΙΙ. [[ὡσαύτως]], τὸ [[πρᾶγμα]] ἐξ οὗ [[ἄλλο]] τι φύεται ἢ παράγεται οἰονεὶ ἀπὸ ῥίζης, ἀστέων [[ῥίζα]], ἐπὶ τῆς Κυρήνης ὡς τῆς μητρὸς ἢ ἀρχῆς τῆς Κυρηναϊκῆς πενταπόλεως, ὁ αὐτ. ἐν Π. 4. 26˙ ἡ [[ῥίζα]] ἢ ἀρχὴ ἐξ ἧς οἰκογένειά τις κατάγεται, Λατ. stirps, ῥ. Σπέρματος, γένους, κτλ., ὁ αὐτ. ἐν Ο. 2. 83, Ι. 8 (7). 123, Αἰσχύλ. Ἀγ. 966, Σοφ. Αἴ. 1178, κτλ.˙ [[ὅθεν]], γένος, οἰκογένεια, Αἰσχύλ. Θήβ. 755, Εὐρ. Ι. Τ. 610, κτλ.˙ συκοφάντου ... [[σπέρμα]] καὶ ῥ. Δημ. 784. 28˙ [[ὡσαύτως]], ῥ. κακῶν, ὡς τὸ τοῦ Οὐεργιλίου fons et origo mali, Εὐρ. Ἀποσπ. 904˙ 11˙ παντὸς ἀγαθοῦ Ποιητὴς παρ’ Ἀθην. 280 Α καλοκαγαθίας Πλούτ. 2. 4Β ἀρχαὶ καὶ ῥ. γῆς καὶ θαλάττης Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 2, κτλ. πρβλ. [[ῥίζωμα]] ΙΙ. 2) θεμέλιον, ῥ. πάντων καὶ βάσεις ἀ γᾶ ἐρήρεισται Τίμ. Λοκρ. 97 Ε, πρβλ. Πλάτ. Τιμ. 81C. (Αἰολ. βρίσδα˙ -πρβλ. rad-ix Γοτθ. vaurt-s Ἀρχ. Γερμ. wurz-a (wurzel, wurtz) παρ’ Ἄγγλοις root ἴδε Κουρτ. ἀρ. 515). | |lstext='''ῥίζα''': ης, ἡ αἰτ. ῥίζην ἀντὶ τοῦ ῥίζαν Μάρκελλ. Σιδήτης 89 [[χάριν]] τοῦ μέτρου (ἴδε κατωτ.)˙ - [[ῥίζα]], Ὀδ. Κ. 304, Ψ. 196, Ἀττ. ὡς [[φάρμακον]], Ἰλ. Κ. 846 ῥ. [[ἐλατήριος]], καθαρτικὸν [[φάρμακον]], καθάρσιον, Foës Oecon. Hipp.˙ - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., αἱ ῥίζαι, Ἰλ. Μ. 134, Ὀδ. Μ. 435, κτλ. δένδρεα μακρὰ αὐτῇσι ῥίζῃσι Ἰλ. Ι. 542 [[ἐντεῦθεν]] 2) ἐπὶ πολλῶν μεταφορικῶν χρήσεων, π.χ. αἱ ῥίζαι τῶν ὀφθαλμῶν, Ὀδ. Ι. 390, πρβλ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 933˙ αἱ ῥίζαι ἢ τὰ θεμέλια τῆς γῆς, Ἡσ. Ἔργ. Κ. Ἡμ. 19˙ χθόνα ... αὐταῖς ῥίζαις [[πνεῦμα]] κραδαίνοι Αἰσχύλ. Πρ. 1047˙ ἰπούμενος ῥίζαισιν Αἰτναίαις ὕπο [[αὐτόθι]] 365˙ ἐπὶ πτερῶν, τριχῶν, κτλ., Πλάτ. Φαῖδρ. 251Β, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 11, 12˙ τῶν ὀδόντων, ὁ αὐτ. Π. Ζ. Γεν. 5. 8, 9˙ γαστρὸς ῥ. ὁ ὀμφαλὸς ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 1, κτλ. 3) ἐκ ῥιζῶν ἀναιρεῖν, radicitus, Πλουτ. Πομπ. 21, Ἡρακλείδ. παρ’ Ἀθην. 523F˙ πρβλ. [[ῥιζόθεν]], [[πρόρριζος]]. ΙΙ. τὸ ὡς [[ῥίζα]] ἀπὸ τοῦ [[αὐτοῦ]] πρέμνου φυόμενον, [[ὅθεν]] ὁ Πίνδαρος καλεῖ τὴν Λιβύην τρίτην ῥίζαν χθονός, θεωρῶν τὴν γῆν ὡς διῃρημένην εἰς [[τρεῖς]] ἠπείρους, Π. 9. 14. ΙΙΙ. [[ὡσαύτως]], τὸ [[πρᾶγμα]] ἐξ οὗ [[ἄλλο]] τι φύεται ἢ παράγεται οἰονεὶ ἀπὸ ῥίζης, ἀστέων [[ῥίζα]], ἐπὶ τῆς Κυρήνης ὡς τῆς μητρὸς ἢ ἀρχῆς τῆς Κυρηναϊκῆς πενταπόλεως, ὁ αὐτ. ἐν Π. 4. 26˙ ἡ [[ῥίζα]] ἢ ἀρχὴ ἐξ ἧς οἰκογένειά τις κατάγεται, Λατ. stirps, ῥ. Σπέρματος, γένους, κτλ., ὁ αὐτ. ἐν Ο. 2. 83, Ι. 8 (7). 123, Αἰσχύλ. Ἀγ. 966, Σοφ. Αἴ. 1178, κτλ.˙ [[ὅθεν]], γένος, οἰκογένεια, Αἰσχύλ. Θήβ. 755, Εὐρ. Ι. Τ. 610, κτλ.˙ συκοφάντου ... [[σπέρμα]] καὶ ῥ. Δημ. 784. 28˙ [[ὡσαύτως]], ῥ. κακῶν, ὡς τὸ τοῦ Οὐεργιλίου fons et origo mali, Εὐρ. Ἀποσπ. 904˙ 11˙ παντὸς ἀγαθοῦ Ποιητὴς παρ’ Ἀθην. 280 Α καλοκαγαθίας Πλούτ. 2. 4Β ἀρχαὶ καὶ ῥ. γῆς καὶ θαλάττης Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 2, κτλ. πρβλ. [[ῥίζωμα]] ΙΙ. 2) θεμέλιον, ῥ. πάντων καὶ βάσεις ἀ γᾶ ἐρήρεισται Τίμ. Λοκρ. 97 Ε, πρβλ. Πλάτ. Τιμ. 81C. (Αἰολ. βρίσδα˙ -πρβλ. rad-ix Γοτθ. vaurt-s Ἀρχ. Γερμ. wurz-a (wurzel, wurtz) παρ’ Ἄγγλοις root ἴδε Κουρτ. ἀρ. 515). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />racine;<br /><b>I.</b> <i>au propre ; particul.</i> racine médicinale;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i><br /><b>1</b> racine d’une chose (de l’œil, des cheveux, <i>etc.</i>), pied d’une montagne, fondement de la terre;<br /><b>2</b> souche d’une famille ; race, famille;<br /><b>3</b> source <i>ou</i> origine d’une chose (du bien, du mal, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' p. *Ϝρίζα, cf. <i>lat.</i> radix, <i>all.</i> Würzel. | |||
}} | }} |