Anonymous

θύον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θύον''': τό, (θύω) [[δένδρον]], τοῦ ὁποίου τὸ [[ξύλον]] ἐκαίετο ὡς ἀρωματικόν, Ὀδ. Ε. 60· [[ὡσαύτως]] ἐν χρήσει εἰς πολυτελῆ ἔργα, Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 207 Ε, πρβλ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 5. 6· πιθαν. Το αὐτὸ τῷ [[θυία]], ἴδε τὴν λέξ. ΙΙ. = [[θύος]], τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ. θύα, τὰ, πλακούντια, [[θυμίαμα]] κτλ., Πίνδ. Ἀποσπ. 95. 7· διάφ. γραφ. παρ’ Εὐπόλ. (ἴδε το ἑπόμ.).
|lstext='''θύον''': τό, (θύω) [[δένδρον]], τοῦ ὁποίου τὸ [[ξύλον]] ἐκαίετο ὡς ἀρωματικόν, Ὀδ. Ε. 60· [[ὡσαύτως]] ἐν χρήσει εἰς πολυτελῆ ἔργα, Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 207 Ε, πρβλ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 5. 6· πιθαν. Το αὐτὸ τῷ [[θυία]], ἴδε τὴν λέξ. ΙΙ. = [[θύος]], τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ. θύα, τὰ, πλακούντια, [[θυμίαμα]] κτλ., Πίνδ. Ἀποσπ. 95. 7· διάφ. γραφ. παρ’ Εὐπόλ. (ἴδε το ἑπόμ.).
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />arbre odoriférant.<br />'''Étymologie:''' [[θύος]].
}}
}}