Anonymous

ὑπερχαίρω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπερχαίρω''': [[χαίρω]] [[ὑπερβαλλόντως]], [[γίνομαι]] ἢ εἶμαι [[ὑπερχαρής]], δώροις ὑπερχαίρουσα Εὐρ. Μήδ. 1165· ἐπί τινι Πλούτ. 2. 1098Β· [[μετὰ]] μετοχ., ἱππεύειν μανθάνων ὑπερέχαιρε Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 3, 3, Λουκ. Νεκ. 12· [[ὡσαύτως]], [[καίπερ]] ὑπερχαίρων [[ὅταν]] ἐχθρὸν τιμωρῶμαι Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 10· ὑπερχαίρειν ὅτι τοῦ λαγῶ ἐγγύς εἰσι Κυν. 4. 4· ἀπολ., Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 30.
|lstext='''ὑπερχαίρω''': [[χαίρω]] [[ὑπερβαλλόντως]], [[γίνομαι]] ἢ εἶμαι [[ὑπερχαρής]], δώροις ὑπερχαίρουσα Εὐρ. Μήδ. 1165· ἐπί τινι Πλούτ. 2. 1098Β· [[μετὰ]] μετοχ., ἱππεύειν μανθάνων ὑπερέχαιρε Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 3, 3, Λουκ. Νεκ. 12· [[ὡσαύτως]], [[καίπερ]] ὑπερχαίρων [[ὅταν]] ἐχθρὸν τιμωρῶμαι Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 10· ὑπερχαίρειν ὅτι τοῦ λαγῶ ἐγγύς εἰσι Κυν. 4. 4· ἀπολ., Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 30.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ὑπερχαιρήσω <i>ou</i> ὑπερχαρήσομαι, <i>etc.</i><br />se réjouir extrêmement ; τινι, [[ἐπί]] τινι de qch.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[χαίρω]].
}}
}}