Anonymous

ῥέγκω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_13a)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥέγκω''': μέλλ. ῥέγξω, ῥέγχω, «ῥοχαλίζω», Λατ. sterto, Αἰσχύλ. Εὐμ. 53, Ἀριστοφ. Νεφ. 5, κ. ἀλλ.· ἐπὶ ἵππων, φυσῶ, φρυάττομαι, Εὐρ. Ρῆσ. 785· ἐπὶ δελφῖνος κοιμωμένου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 10, 11., 6. 12, 4· - ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 115, [[ὡσαύτως]] ὡς ἀποθ. ῥέγκεται, ἀλλ’ (ὡς ὁ Σχολ. παρατηρεῖ) ἐτέθη [[οὕτως]] [[ὅπως]] ᾖ ὁμοιοκατάληκτον τῷ πέρδεται· ἀλλ’ ἴδε Ἀνθ. Π. 11. 343. - Ὁ [[τύπος]] ῥέγχω ἀπαντᾷ παρ’ Ἱππ. ἐν Ἀφ. 1258, Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ., Μένανδρ. ἐν Μονοστίχ. 711, πρβλ. [[ῥέγκος]]. (Ἐντεῦθεν [[ῥέγκος]] ἢ [[ῥέγχος]], [[ῥογκιάω]], καὶ [[ἴσως]] [[ὡσαύτως]] ῥύζω, [[ῥύγχος]]).
|lstext='''ῥέγκω''': μέλλ. ῥέγξω, ῥέγχω, «ῥοχαλίζω», Λατ. sterto, Αἰσχύλ. Εὐμ. 53, Ἀριστοφ. Νεφ. 5, κ. ἀλλ.· ἐπὶ ἵππων, φυσῶ, φρυάττομαι, Εὐρ. Ρῆσ. 785· ἐπὶ δελφῖνος κοιμωμένου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 10, 11., 6. 12, 4· - ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 115, [[ὡσαύτως]] ὡς ἀποθ. ῥέγκεται, ἀλλ’ (ὡς ὁ Σχολ. παρατηρεῖ) ἐτέθη [[οὕτως]] [[ὅπως]] ᾖ ὁμοιοκατάληκτον τῷ πέρδεται· ἀλλ’ ἴδε Ἀνθ. Π. 11. 343. - Ὁ [[τύπος]] ῥέγχω ἀπαντᾷ παρ’ Ἱππ. ἐν Ἀφ. 1258, Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ., Μένανδρ. ἐν Μονοστίχ. 711, πρβλ. [[ῥέγκος]]. (Ἐντεῦθεν [[ῥέγκος]] ἢ [[ῥέγχος]], [[ῥογκιάω]], καὶ [[ἴσως]] [[ὡσαύτως]] ῥύζω, [[ῥύγχος]]).
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ῥέγξω, <i>ao.</i> ἔρρεγξα, <i>pf. inus.</i><br />ronfler.<br />'''Étymologie:''' onomat.
}}
}}