Anonymous

μεριστής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεριστής''': -οῦ, ὁ, ὁ μερίζων, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιβ΄, 14, [[Πολυδ]]. Δ΄, 176· θηλ. μερίστρια, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 711.
|lstext='''μεριστής''': -οῦ, ὁ, ὁ μερίζων, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιβ΄, 14, [[Πολυδ]]. Δ΄, 176· θηλ. μερίστρια, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 711.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui partage, qui divise.<br />'''Étymologie:''' [[μερίζω]].
}}
}}