3,274,913
edits
(6_13a) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκδιδάσκω''': μέλλ. -ξω, ποιητ. -διδασκήσω, Πινδ. Π. 4. 386· ― [[διδάσκω]] ἀκριβῶς, Λατ. edocere, ἐκδ. πάνθ’ ὁ γηράσκων [[χρόνος]] Αἰσχύλ. Πρ. 981, πρβλ. 698, κτλ.· ἐκδ. τινά τι Πίνδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Σοφ. Ο. Κ. 1539, Ἀντιφῶν 131. 8: ― Μέσ. βάλλω τινὰ νὰ διδαχθῇ, Ἡρόδ. 2. 154, Εὐρ. Μήδ. 296: ― Παθ., μετ’ ἀπαρ., Σοφ. Τρ. 1110, κτλ.· αἰσχροῖς γὰρ αἰσχρὰ ἐκδιδάσκεται ὁ αὐτ. Ἠλ. 621· ὀψ’ ἐκδιδαχθεὶς τῶν κατ’ οἶκον..., ἀργὰ ἐκμαθών, πυθόμενος ἐκ τῶν κατ’ οἶκον ὑπηρετῶν, ὁ αὐτ. Τρ. 934. 2) μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., [[διδάσκω]] τινὰ νὰ [[εἶναι]] [[τοιοῦτος]] ἢ [[τοιοῦτος]], [[εἶναι]] κακὴν ὁ αὐτ. Ἠλ. 395, πρβλ. Ἀντ. 298: [[ὡσαύτως]] παραλειπομένου τοῦ ἀπαρεμφάτου, γενναῖόν τινα ἐκδ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 1019· [[μετὰ]] μόνου ἀπαρεμφ., ἐπιθυμεῖν ἐξεδίδαξα [[αὐτόθι]] 1026· ἐκδ. ὡς... Ἡρόδ. 4. 118, Σοφ. Ο. Τ. 1370. ― Πρβλ. [[διδάσκω]]. | |lstext='''ἐκδιδάσκω''': μέλλ. -ξω, ποιητ. -διδασκήσω, Πινδ. Π. 4. 386· ― [[διδάσκω]] ἀκριβῶς, Λατ. edocere, ἐκδ. πάνθ’ ὁ γηράσκων [[χρόνος]] Αἰσχύλ. Πρ. 981, πρβλ. 698, κτλ.· ἐκδ. τινά τι Πίνδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Σοφ. Ο. Κ. 1539, Ἀντιφῶν 131. 8: ― Μέσ. βάλλω τινὰ νὰ διδαχθῇ, Ἡρόδ. 2. 154, Εὐρ. Μήδ. 296: ― Παθ., μετ’ ἀπαρ., Σοφ. Τρ. 1110, κτλ.· αἰσχροῖς γὰρ αἰσχρὰ ἐκδιδάσκεται ὁ αὐτ. Ἠλ. 621· ὀψ’ ἐκδιδαχθεὶς τῶν κατ’ οἶκον..., ἀργὰ ἐκμαθών, πυθόμενος ἐκ τῶν κατ’ οἶκον ὑπηρετῶν, ὁ αὐτ. Τρ. 934. 2) μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., [[διδάσκω]] τινὰ νὰ [[εἶναι]] [[τοιοῦτος]] ἢ [[τοιοῦτος]], [[εἶναι]] κακὴν ὁ αὐτ. Ἠλ. 395, πρβλ. Ἀντ. 298: [[ὡσαύτως]] παραλειπομένου τοῦ ἀπαρεμφάτου, γενναῖόν τινα ἐκδ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 1019· [[μετὰ]] μόνου ἀπαρεμφ., ἐπιθυμεῖν ἐξεδίδαξα [[αὐτόθι]] 1026· ἐκδ. ὡς... Ἡρόδ. 4. 118, Σοφ. Ο. Τ. 1370. ― Πρβλ. [[διδάσκω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἐκδιδάξω, <i>ao.</i> ἐξεδίδαξα;<br />enseigner à fond : τινά [[τι]] qch à qqn ; <i>Pass.</i> être instruit <i>ou</i> s’instruire de, gén. ; <i>avec un suj. de chose</i>, être enseigné;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐκδιδάσκομαι faire instruire, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[διδάσκω]]. | |||
}} | }} |