3,277,073
edits
(6_11) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιγναμπτός''': -ή, -όν, κεκαμμένος, συνεστραμμένος, εἶχε δὲ ἐπιγναμπτὰς ἕλικας Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφροδ. 87. | |lstext='''ἐπιγναμπτός''': -ή, -όν, κεκαμμένος, συνεστραμμένος, εἶχε δὲ ἐπιγναμπτὰς ἕλικας Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφροδ. 87. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />recourbé.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιγνάμπτω]]. | |||
}} | }} |