Anonymous

ἐπιγναμπτός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_11)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιγναμπτός''': -ή, -όν, κεκαμμένος, συνεστραμμένος, εἶχε δὲ ἐπιγναμπτὰς ἕλικας Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφροδ. 87.
|lstext='''ἐπιγναμπτός''': -ή, -όν, κεκαμμένος, συνεστραμμένος, εἶχε δὲ ἐπιγναμπτὰς ἕλικας Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφροδ. 87.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />recourbé.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιγνάμπτω]].
}}
}}