3,274,522
edits
(6_23) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥῑνόκερως''': -ωτος, ὁ, (ῥὶς) τὸ γνωστὸν [[θηρίον]], Στράβ. 774 κἑξ., Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 201C, Αἰλ. π. Ζ. 17. 44, Συλλ. Ἐπιγρ. 6131b. 2) = [[μονόκερως]], Ἀκύλας ἐν Ἰὼβ ΛΘ΄, 9. 3) πτηνόν τι Αἰθιοπικόν, «ποιὸς [[ὄρνις]] ἐν Αἰθιοπίᾳ» Ἡσύχ. | |lstext='''ῥῑνόκερως''': -ωτος, ὁ, (ῥὶς) τὸ γνωστὸν [[θηρίον]], Στράβ. 774 κἑξ., Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 201C, Αἰλ. π. Ζ. 17. 44, Συλλ. Ἐπιγρ. 6131b. 2) = [[μονόκερως]], Ἀκύλας ἐν Ἰὼβ ΛΘ΄, 9. 3) πτηνόν τι Αἰθιοπικόν, «ποιὸς [[ὄρνις]] ἐν Αἰθιοπίᾳ» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ωτος (ὁ) :<br />rhinocéros, « l’animal avec une corne sur le nez ».<br />'''Étymologie:''' [[ῥίς]], [[κέρας]]. | |||
}} | }} |