Anonymous

ὑπορύσσω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_5)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπορύσσω''': Ἀττ. -ττω, [[σκάπτω]] [[ὑποκάτω]], [[ὑποσκάπτω]], [[ὑπονομεύω]], τὸ [[τεῖχος]], τὰ τείχεα Ἡρόδ. 5. 115., 6. 18· μεταφορ., ὑπ. τὰς κοινὰς διαλύσεις Πλουτ. Ἀγησ. 35· τὰ τῆς διαίτης Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 31· ὑπ. τὰ ἀπόρρητα, προδίδω, κοινολογῶ, Πλούτ. 2. 490C.
|lstext='''ὑπορύσσω''': Ἀττ. -ττω, [[σκάπτω]] [[ὑποκάτω]], [[ὑποσκάπτω]], [[ὑπονομεύω]], τὸ [[τεῖχος]], τὰ τείχεα Ἡρόδ. 5. 115., 6. 18· μεταφορ., ὑπ. τὰς κοινὰς διαλύσεις Πλουτ. Ἀγησ. 35· τὰ τῆς διαίτης Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 31· ὑπ. τὰ ἀπόρρητα, προδίδω, κοινολογῶ, Πλούτ. 2. 490C.
}}
{{bailly
|btext=creuser en dessous, miner ; <i>fig.</i> miner, saper, détruire.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ὀρύσσω]].
}}
}}