3,274,216
edits
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀδύνη''': [ῠ], ἡ, [[πόνος]] σώματος, [[ἄλγος]], Λατ. dolor, [[ἅπαξ]] ἐν τῇ Ὀδ., ὀδύνῃσι κακῇσι τειρόμενος Ι. 440· συχνὸν ἐν τῇ Ἰλ., καὶ παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς· ἀλγεινή, ἀζηχὴς Ἰλ. Λ. 398., Ο. 25· ὀδύναι δῦνον [[μένος]] Ἀτρείδαο Λ. 268· ὀδύνῃσι [[πεπαρμένος]] Ε. 399· ἴδε [[ἕρμα]] Ι. 1. β· ― [[στρόφος]] μ’ ἔχει τὴν γαστέρ’... κὠδύνη Ἀριστοφ. Θεσμ. 484, πρβλ. Πλ. 1131. 2) [[ἄλγος]] ψυχῆς, [[θλῖψις]], [[λύπη]], Ὅμ.· δὶς ἐν τῇ Ἰλ., καθ’ ἑνικ., [[ὀδύνη]] διὰ χροὸς ἦλθ’ ἀλεγεινὴ Λ. 398· ὀδ. Ἡρακλῆος, [[θλῖψις]] διὰ τὸν [[Ἡρακλ]]., Ο. 25· συχνὸν ἐν τῇ Ὀδ., ἀλλ’ ἀείποτε ἐν τῷ πληθ., ὀδύνας τε γόους τε κάλλιπεν Α. 242· ὀδύνας ἐμβάλλετε θυμῷ Β. 79, κτλ.· ― μεθ’ Ὅμηρ. ὁ πληθ. διέμεινε κοινότατος ἐπὶ ἑκατέρας σημασίας, ὀδύναι δυσαπάλλακτοι, Σοφ. Τρ. 959, ἄλληκτοι 986· ὀδύναις πεφυσιγγωμένοι Ἀριστοφ. Ἀχ. 526· σφαδασμῶν τε καὶ ὀδυνῶν Πλάτ. Πολ. 579Ε, πρβλ. 574Ε, κ. ἀλλ.· ἀλλὰ καὶ ὁ ἑνικ. ἀπαντᾷ, ἐξ ὀλίγης ὀδύνης μέγα γίνεται [[ἄλγος]] Σόλων 12. 59· γλώσσας ὀδύναν, πόνον ὃν προξενεῖ ἡ [[γλῶσσα]], Σοφ. Φιλ. 1142, πρβλ. 827, Τρ. 975· [[ὀδύνη]] σε εἴληφε Ξεν. Συμπ. 1. 15· μετ’ ὀδύνης Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 158· τοῖς νενικημένοις [[ὀδύνη]], Λατ. vae victis! Πλουτ. Κάμιλλ. 28. (Ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] [[ἴσως]] ΕΔ ἐσθίειν, πρβλ. curae edaces παρ’ Ὁρατίῳ). | |lstext='''ὀδύνη''': [ῠ], ἡ, [[πόνος]] σώματος, [[ἄλγος]], Λατ. dolor, [[ἅπαξ]] ἐν τῇ Ὀδ., ὀδύνῃσι κακῇσι τειρόμενος Ι. 440· συχνὸν ἐν τῇ Ἰλ., καὶ παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς· ἀλγεινή, ἀζηχὴς Ἰλ. Λ. 398., Ο. 25· ὀδύναι δῦνον [[μένος]] Ἀτρείδαο Λ. 268· ὀδύνῃσι [[πεπαρμένος]] Ε. 399· ἴδε [[ἕρμα]] Ι. 1. β· ― [[στρόφος]] μ’ ἔχει τὴν γαστέρ’... κὠδύνη Ἀριστοφ. Θεσμ. 484, πρβλ. Πλ. 1131. 2) [[ἄλγος]] ψυχῆς, [[θλῖψις]], [[λύπη]], Ὅμ.· δὶς ἐν τῇ Ἰλ., καθ’ ἑνικ., [[ὀδύνη]] διὰ χροὸς ἦλθ’ ἀλεγεινὴ Λ. 398· ὀδ. Ἡρακλῆος, [[θλῖψις]] διὰ τὸν [[Ἡρακλ]]., Ο. 25· συχνὸν ἐν τῇ Ὀδ., ἀλλ’ ἀείποτε ἐν τῷ πληθ., ὀδύνας τε γόους τε κάλλιπεν Α. 242· ὀδύνας ἐμβάλλετε θυμῷ Β. 79, κτλ.· ― μεθ’ Ὅμηρ. ὁ πληθ. διέμεινε κοινότατος ἐπὶ ἑκατέρας σημασίας, ὀδύναι δυσαπάλλακτοι, Σοφ. Τρ. 959, ἄλληκτοι 986· ὀδύναις πεφυσιγγωμένοι Ἀριστοφ. Ἀχ. 526· σφαδασμῶν τε καὶ ὀδυνῶν Πλάτ. Πολ. 579Ε, πρβλ. 574Ε, κ. ἀλλ.· ἀλλὰ καὶ ὁ ἑνικ. ἀπαντᾷ, ἐξ ὀλίγης ὀδύνης μέγα γίνεται [[ἄλγος]] Σόλων 12. 59· γλώσσας ὀδύναν, πόνον ὃν προξενεῖ ἡ [[γλῶσσα]], Σοφ. Φιλ. 1142, πρβλ. 827, Τρ. 975· [[ὀδύνη]] σε εἴληφε Ξεν. Συμπ. 1. 15· μετ’ ὀδύνης Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 158· τοῖς νενικημένοις [[ὀδύνη]], Λατ. vae victis! Πλουτ. Κάμιλλ. 28. (Ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] [[ἴσως]] ΕΔ ἐσθίειν, πρβλ. curae edaces παρ’ Ὁρατίῳ). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />douleur :<br /><b>1</b> douleur physique;<br /><b>2</b> douleur morale, chagrin ; [[ὀδύνη]] τοῖς νενικημένοις PLUT malheur aux vaincus !.<br />'''Étymologie:''' R. Ἐδ, manger, dévorer ; v. [[ἔδω]], [[ἐσθίω]]. | |||
}} | }} |