Anonymous

παραμυθέομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_5)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραμῡθέομαι''': ἀποθ., παραινῶ, [[προτρέπω]] τινὰ νὰ πράξῃ τι, [[μετὰ]] δοτ. προσ. κ. ἀπαρ., τοῖς ἄλλοισιν ἔφη παραμηθήσασθαι οἴκαδ’ ἀποκλείειν Ἰλ. Ι. 417, 684, πρβλ. Ο. 45. [[μετέπειτα]], μετ’ αἰτ. προσ. κ. ἀπαρ., πῶς οὖν αὐτοὺς παραμυθησόμεθα προθύμους [[εἶναι]] Πλάτ. Νόμ. 666Α· παραμυθοῦ με (ἐξυπακ. ποιεῖν) ὅ τι καὶ πείσεις Αἰσχύλ. Πρ. 1063
|lstext='''παραμῡθέομαι''': ἀποθ., παραινῶ, [[προτρέπω]] τινὰ νὰ πράξῃ τι, [[μετὰ]] δοτ. προσ. κ. ἀπαρ., τοῖς ἄλλοισιν ἔφη παραμηθήσασθαι οἴκαδ’ ἀποκλείειν Ἰλ. Ι. 417, 684, πρβλ. Ο. 45. [[μετέπειτα]], μετ’ αἰτ. προσ. κ. ἀπαρ., πῶς οὖν αὐτοὺς παραμυθησόμεθα προθύμους [[εἶναι]] Πλάτ. Νόμ. 666Α· παραμυθοῦ με (ἐξυπακ. ποιεῖν) ὅ τι καὶ πείσεις Αἰσχύλ. Πρ. 1063
}}
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br /><b>I.</b> exhorter :<br /><b>1</b> conseiller : τινα avec l’inf., à qqn de;<br /><b>2</b> encourager : τινα qqn;<br /><b>3</b> consoler, réconforter : τινα qqn;<br /><b>4</b> calmer par de bonnes paroles, acc.;<br /><b>II.</b> écarter <i>ou</i> atténuer par une explication indulgente, acc..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[μυθέομαι]].
}}
}}