Anonymous

διαβαπτίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαβαπτίζομαι''': ἀποθ., κολυμβῶ, ἁμιλλώμενος [[πρός]] τινα, [[πρός]] τινα Πολύαιν. 4. 2, 6. 2) μεταφ., ἁμιλλῶμαι [[πρός]] τινα εἰς τὰς κακολογίας=δαλοιδορεῖσθαι, τινὶ Δημ. 782. 26˙ πρβλ. [[πλύνω]].
|lstext='''διαβαπτίζομαι''': ἀποθ., κολυμβῶ, ἁμιλλώμενος [[πρός]] τινα, [[πρός]] τινα Πολύαιν. 4. 2, 6. 2) μεταφ., ἁμιλλῶμαι [[πρός]] τινα εἰς τὰς κακολογίας=δαλοιδορεῖσθαι, τινὶ Δημ. 782. 26˙ πρβλ. [[πλύνω]].
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> lutter à qui plongera le plus en avant;<br /><b>2</b> lutter d’injures cherchées dans les bas-fonds du vocabulaire.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[βαπτίζω]].
}}
}}