Anonymous

βύβλινος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_10)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βύβλινος''': -η, -ον, ([[βύβλος]]) κατασκευασμένος ἐκ βύβλου, [[ὅπλον]] [[νεὸς]] ἀμφιελίσσης βύβλινον Ὀδ. Φ. 391., πρβλ. Ἡρόδ. 7. 25, 36· ὑποδήματα, ἱστία ὁ ᾳὐτ. 2. 37, 96. – Πρβλ. [[βίβλινος]].
|lstext='''βύβλινος''': -η, -ον, ([[βύβλος]]) κατασκευασμένος ἐκ βύβλου, [[ὅπλον]] [[νεὸς]] ἀμφιελίσσης βύβλινον Ὀδ. Φ. 391., πρβλ. Ἡρόδ. 7. 25, 36· ὑποδήματα, ἱστία ὁ ᾳὐτ. 2. 37, 96. – Πρβλ. [[βίβλινος]].
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />fait avec des fibres <i>ou</i> des lamelles de papyrus.<br />'''Étymologie:''' [[βύβλος]].
}}
}}