Anonymous

τλησικάρδιος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_18)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τλησῐκάρδιος''': -ον, ὁ τὴν καρδίαν [[ἰσχυρός]], Αἰσχύλ. Πρ. 159. - Ἐπίρρ. -ως, Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 272, παρὰ Τζέτζ. Ἐξ. Ἰλ. 148 [[τληκαρδίως]]. ΙΙ. [[ἄθλιος]], [[ἐλεεινός]], [[πένθεια]] τλ. ([[ἔνθα]] ὁ Σχολ. θὰ εἶχεν ἀναγνώσῃ τηξικάρδιος) Αἰσχύλ. Ἀγ. 430. Πρβλ. [[ταλακάρδιος]].
|lstext='''τλησῐκάρδιος''': -ον, ὁ τὴν καρδίαν [[ἰσχυρός]], Αἰσχύλ. Πρ. 159. - Ἐπίρρ. -ως, Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 272, παρὰ Τζέτζ. Ἐξ. Ἰλ. 148 [[τληκαρδίως]]. ΙΙ. [[ἄθλιος]], [[ἐλεεινός]], [[πένθεια]] τλ. ([[ἔνθα]] ὁ Σχολ. θὰ εἶχεν ἀναγνώσῃ τηξικάρδιος) Αἰσχύλ. Ἀγ. 430. Πρβλ. [[ταλακάρδιος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />au cœur patient, courageux.<br />'''Étymologie:''' [[τλάω]], [[καρδία]].
}}
}}