Anonymous

ἵλημι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἵλημι''': ῑ, = τῷ προηγμ., ἀλλ’ [[ἴσως]] ἐν χρήσει μόνον κατὰ προστ., ἵληθι, ἐν προσευχαῖς, γενοῦ ἵλεως! Ὀδ. Γ. 380, Π. 384· μεταγεν. ἵλᾰθι Θεόκρ. 15. 143, Ἀνθ. Π. 11. 400· ἀμφότερα, ἵλᾰθ’, [[ἄναξ]], ἵλη, Ἀνθ. Π. 12. 158· πληθ. ἵλᾰτε, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 984.
|lstext='''ἵλημι''': ῑ, = τῷ προηγμ., ἀλλ’ [[ἴσως]] ἐν χρήσει μόνον κατὰ προστ., ἵληθι, ἐν προσευχαῖς, γενοῦ ἵλεως! Ὀδ. Γ. 380, Π. 384· μεταγεν. ἵλᾰθι Θεόκρ. 15. 143, Ἀνθ. Π. 11. 400· ἀμφότερα, ἵλᾰθ’, [[ἄναξ]], ἵλη, Ἀνθ. Π. 12. 158· πληθ. ἵλᾰτε, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 984.
}}
{{bailly
|btext=<i>prés. impér. 2ᵉ sg.</i> [[ἵληθι]], <i>sbj. pf. 3ᵉ sg.</i> [[ἱλήκῃσι]];<br />être propice, favorable.<br />'''Étymologie:''' [[ἵλαος]].
}}
}}