Anonymous

γεύω: Difference between revisions

From LSJ
1,129 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_1
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γεύω''': μέλλ. γεύσω, Ἀνάξιππ. Ἐγκ. 1. 27· ἀόρ. ἔγευσα Ἡρόδ., Εὐρ.:-Μέσ., μέλλ. γεύσομαι, Ὅμ., Πλάτ.· ἀόρ. ἐγευσάμην Ὀδ., Ἡρόδ., Ἀττ. γεύσεται,-σόμεθα, Ἐπ. ἀντὶηται,-ώμεθα, Ἰλ. Φ. 61., Υ. 258., πρβλ. Ω. 356· γ΄ πληθ. εὐκτ. γευσαίατο, Εὐρ. Ι. Α. 423· πρκμ. γέγευμαι, Αἰσχύλ., κτλ. (γεύμεθα Θεόκρ. 14. 51)· ὑπερσυντ. ἐγέγευντο Θουκ. (Ἐκ. √ ΓΕΥ, ἢ [[μᾶλλον]] ΓΕΥΣ, παράγονται [[ὡσαύτως]] [[γεῦμα]], [[γεῦσις]]· πρβλ. ǵush, ǵushé (delectari), ǵushtis, gôshas (delectatio)· Λατ. gus-to, gustus· Γοτθ. kaus-jan (γεύεσθαι)· Παλαιο-Σκανδιν. kostr (Γερμ. kost, cibus).) Παρέχω γεῦσιν, ἀπόγευσίν τινος, γλυκὺν γεύσας τὸν αἰῶνα Ἡρόδ. 7. 46, [[ἔνθα]] ἴδε Valck.· σπανίως, τινά τι Εὐρ. Κύκλ. 149· ἢ τινά τινος Ἀνάξιππ. ἔνθ’ ἀνωτ.· Πλάτ. Νόμ. 634A· πρβλ. [[γευστέον]]· [[ἀλλά]], ΙΙ. ἐν τῷ μέσ. τύπ., γεύομαι, [[μετὰ]] πρκμ. καὶ ὑπερσυντ. παθ., [[ἀπογεύομαι]], [[δοκιμάζω]], μ. γεν., προικὸς γεύσεσθαι, Ἀχαιῶν Ὀδ. Ρ. 413· [[ἀλλήλων]] ἐγέγευντο, εἶχον γευθῆ, εἶχον φάγει, ἐξ [[ἀλλήλων]], Θουκ. 2. 70· μέλιτος Πλάτ. Πολιτ. 559D, κτλ. 2) μεταφ., γεύομαι, [[δοκιμάζω]], [[αἰσθάνομαι]], δουρὸς ἀκωκῆς ἡμετέροιο γεύσεται Ἰλ. Φ. 60· ὀϊστοῦ Ὀδ. Φ. 98· χειρῶν Υ. 181· ἀλλ’ ἄγε… γευσόμεθ’ [[ἀλλήλων]] ἐγχείαις, ἂς δοκιμάσωμεν ἀλλήλους διὰ τῆς λόγχης, Ἰλ. Υ. 258· γ. στρατοῦ Σοφ. Αἴ. 844· [[δοκιμάζω]] τὰς ἡδονάς, τὰς εὐχαριστήσεις τινὸς πράγματος, ἀρχῆς, ἐλευθερίης Ἡρόδ. 4. 147., 6. 5· ὕμνων. Πίνδ. Ι. 5. 25 (4. 22)· [[ἀλκᾶς]], στεφάνων ὁ αὐτ. II. 9. 61, Ι. 1. 29· γεύεσθαί τί τινος, ἔχειν εὐχαρίστησίν τινα ἢ [[κέρδος]] παρ’ [[αὐτοῦ]], ὁ αὐτ. Ν. 7. 127· ἐπὶ ἐγγάμου γυναικός, ἀνδρὸς γεγευμένη Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 238· γ. πόνων, [[δοκιμάζω]], [[λαμβάνω]] πεῖραν αὐτῶν, Πίνδ. Ν. 6. 41· μόχθων Σοφ. Τρ. 1101· πένθους Εὐρ. Ἀλκ. 1069· ἀμφοτέρων Πλάτ. Πολιτ. 358E· γ. ἐμπύρων, τὰ [[δοκιμάζω]], Σοφ. Ἀντ. 1005·-σπανίως μ. αἰτιατ., ἔρσης ἰκμάδα γευόμενος Ἀνθ. II. 6. 120. 3) ἐν τῷ μεταγ. Ἑλληνισμῷ ἀπολύτ. =ἐσθίω, [[λαμβάνω]] τροφήν, Ἑβδ. (Ἰων. γ΄, 7), Πράξ. Ἀποστ. ι΄, 10.
|lstext='''γεύω''': μέλλ. γεύσω, Ἀνάξιππ. Ἐγκ. 1. 27· ἀόρ. ἔγευσα Ἡρόδ., Εὐρ.:-Μέσ., μέλλ. γεύσομαι, Ὅμ., Πλάτ.· ἀόρ. ἐγευσάμην Ὀδ., Ἡρόδ., Ἀττ. γεύσεται,-σόμεθα, Ἐπ. ἀντὶηται,-ώμεθα, Ἰλ. Φ. 61., Υ. 258., πρβλ. Ω. 356· γ΄ πληθ. εὐκτ. γευσαίατο, Εὐρ. Ι. Α. 423· πρκμ. γέγευμαι, Αἰσχύλ., κτλ. (γεύμεθα Θεόκρ. 14. 51)· ὑπερσυντ. ἐγέγευντο Θουκ. (Ἐκ. √ ΓΕΥ, ἢ [[μᾶλλον]] ΓΕΥΣ, παράγονται [[ὡσαύτως]] [[γεῦμα]], [[γεῦσις]]· πρβλ. ǵush, ǵushé (delectari), ǵushtis, gôshas (delectatio)· Λατ. gus-to, gustus· Γοτθ. kaus-jan (γεύεσθαι)· Παλαιο-Σκανδιν. kostr (Γερμ. kost, cibus).) Παρέχω γεῦσιν, ἀπόγευσίν τινος, γλυκὺν γεύσας τὸν αἰῶνα Ἡρόδ. 7. 46, [[ἔνθα]] ἴδε Valck.· σπανίως, τινά τι Εὐρ. Κύκλ. 149· ἢ τινά τινος Ἀνάξιππ. ἔνθ’ ἀνωτ.· Πλάτ. Νόμ. 634A· πρβλ. [[γευστέον]]· [[ἀλλά]], ΙΙ. ἐν τῷ μέσ. τύπ., γεύομαι, [[μετὰ]] πρκμ. καὶ ὑπερσυντ. παθ., [[ἀπογεύομαι]], [[δοκιμάζω]], μ. γεν., προικὸς γεύσεσθαι, Ἀχαιῶν Ὀδ. Ρ. 413· [[ἀλλήλων]] ἐγέγευντο, εἶχον γευθῆ, εἶχον φάγει, ἐξ [[ἀλλήλων]], Θουκ. 2. 70· μέλιτος Πλάτ. Πολιτ. 559D, κτλ. 2) μεταφ., γεύομαι, [[δοκιμάζω]], [[αἰσθάνομαι]], δουρὸς ἀκωκῆς ἡμετέροιο γεύσεται Ἰλ. Φ. 60· ὀϊστοῦ Ὀδ. Φ. 98· χειρῶν Υ. 181· ἀλλ’ ἄγε… γευσόμεθ’ [[ἀλλήλων]] ἐγχείαις, ἂς δοκιμάσωμεν ἀλλήλους διὰ τῆς λόγχης, Ἰλ. Υ. 258· γ. στρατοῦ Σοφ. Αἴ. 844· [[δοκιμάζω]] τὰς ἡδονάς, τὰς εὐχαριστήσεις τινὸς πράγματος, ἀρχῆς, ἐλευθερίης Ἡρόδ. 4. 147., 6. 5· ὕμνων. Πίνδ. Ι. 5. 25 (4. 22)· [[ἀλκᾶς]], στεφάνων ὁ αὐτ. II. 9. 61, Ι. 1. 29· γεύεσθαί τί τινος, ἔχειν εὐχαρίστησίν τινα ἢ [[κέρδος]] παρ’ [[αὐτοῦ]], ὁ αὐτ. Ν. 7. 127· ἐπὶ ἐγγάμου γυναικός, ἀνδρὸς γεγευμένη Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 238· γ. πόνων, [[δοκιμάζω]], [[λαμβάνω]] πεῖραν αὐτῶν, Πίνδ. Ν. 6. 41· μόχθων Σοφ. Τρ. 1101· πένθους Εὐρ. Ἀλκ. 1069· ἀμφοτέρων Πλάτ. Πολιτ. 358E· γ. ἐμπύρων, τὰ [[δοκιμάζω]], Σοφ. Ἀντ. 1005·-σπανίως μ. αἰτιατ., ἔρσης ἰκμάδα γευόμενος Ἀνθ. II. 6. 120. 3) ἐν τῷ μεταγ. Ἑλληνισμῷ ἀπολύτ. =ἐσθίω, [[λαμβάνω]] τροφήν, Ἑβδ. (Ἰων. γ΄, 7), Πράξ. Ἀποστ. ι΄, 10.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés., f.</i> γεύσω, <i>ao.</i> ἔγευσα;<br />faire goûter à ; [[τι]] à qch ; τινά [[τι]] <i>ou</i> τινά τινος qqn à qch;<br /><i><b>Moy.</b></i> γεύομαι (<i>ao.</i> ἐγευσάμην, <i>pf.</i> γέγευμαι) goûter :<br /><b>1</b> <i>au propre</i> gén. ou acc.;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> faire l’expérience de, tâter de : δουρὸς ἀκωκῆς IL, ὀϊστοῦ OD, [[χειρῶν]] OD goûter, <i>càd</i> tâter de la pointe d’une lance, d’un javelot, de la main (d’un adversaire) ; γευσόμεθ’ [[ἀλλήλων]] ἐγχείαις IL nous nous tâterons mutuellement de nos lances ; γ. μόχθων SOPH, πένθους EUR faire l’expérience des épreuves, de la douleur ; ἀρχῆς HDT goûter de la souveraineté, goûter les douceurs du pouvoir ; ἐλευθερίης HDT goûter les douceurs de la liberté;<br /><b>3</b> <i>p. euphém. p.</i> manger : [[ἀλλήλων]] ἐγέγευντο THC ils s’étaient entremangés.<br />'''Étymologie:''' R. Γυς, goûter ; cf. <i>lat.</i> gustus.
}}
}}