3,277,218
edits
(6_13a) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγξέω''': μέλλ. -ξέσω, ποιῶ τι λεῖον ἢ ὁμαλὸν διὰ τῆς ξέσεως ἢ ῥυκανήσεως. ― Παθ., μεταφ., ἐπὶ ὕφους, [[λειαίνω]], [[ὁμαλύνω]], Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 22 περὶ τὸ [[τέλος]], πρβλ. Ἀλκιδάμ. περὶ Σοφιστ. 20, Πλούτ. 2. 853D. | |lstext='''συγξέω''': μέλλ. -ξέσω, ποιῶ τι λεῖον ἢ ὁμαλὸν διὰ τῆς ξέσεως ἢ ῥυκανήσεως. ― Παθ., μεταφ., ἐπὶ ὕφους, [[λειαίνω]], [[ὁμαλύνω]], Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 22 περὶ τὸ [[τέλος]], πρβλ. Ἀλκιδάμ. περὶ Σοφιστ. 20, Πλούτ. 2. 853D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>part. pf. Pass.</i> [[συνεξεσμένος]];<br />polir dans toutes ses parties avec soin.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ξέω]]. | |||
}} | }} |