Anonymous

κατωφερής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_7)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατωφερής''': -ές, = [[κάτω]] φερόμενος, πρὸς τὰ [[κάτω]] κεκλιμένος, κεφαλὴ Ξεν. Κυν. 5. 30 (διάφ. γραφ. [[καταφερής]])· ἀντίθ. τῷ [[ἀνωφερής]], Πολύβ. 3. 54, 5. ΙΙ. μεταφ., ἔχων διάθεσιν πρὸς τὸ κακόν, [[αἰσχρός]], [[ἀχρεῖος]], Ἀπολλόδ. παρ’ Ἀθην. 281F, Ἡσύχ.- Ἐπίρρ. -ρῶς, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 152.
|lstext='''κατωφερής''': -ές, = [[κάτω]] φερόμενος, πρὸς τὰ [[κάτω]] κεκλιμένος, κεφαλὴ Ξεν. Κυν. 5. 30 (διάφ. γραφ. [[καταφερής]])· ἀντίθ. τῷ [[ἀνωφερής]], Πολύβ. 3. 54, 5. ΙΙ. μεταφ., ἔχων διάθεσιν πρὸς τὸ κακόν, [[αἰσχρός]], [[ἀχρεῖος]], Ἀπολλόδ. παρ’ Ἀθην. 281F, Ἡσύχ.- Ἐπίρρ. -ρῶς, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 152.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui pend;<br /><b>2</b> incliné, pentu, abrupt;<br /><b>3</b> qui a tendance à tomber, lourd.<br />'''Étymologie:''' [[κάτω]], [[φέρω]].
}}
}}