Anonymous

ἀφροφυής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_8)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀφροφυής''': -ές, ὁ παράγων ἀφρόν, ἐπὶ τῶν θριδάκων (μαρουλίων) [[ἕνεκα]] τοῦ γαλακτώδους αὐτῶν ὀποῦ, (ὡς τὸ Λατ. lactusa ἐκ τοῦ lac), Ἀνθ. Π. 9. 412.
|lstext='''ἀφροφυής''': -ές, ὁ παράγων ἀφρόν, ἐπὶ τῶν θριδάκων (μαρουλίων) [[ἕνεκα]] τοῦ γαλακτώδους αὐτῶν ὀποῦ, (ὡς τὸ Λατ. lactusa ἐκ τοῦ lac), Ἀνθ. Π. 9. 412.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />d’une nature écumeuse, <i>càd</i> laiteuse <i>en parl. d’une sorte de laitue</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀφρός]], [[φύω]].
}}
}}