μυριόφωνος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_17)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μῡριόφωνος''': -ον, ὁ ἐκπέμπων μυρίας φωνάς, ὁ λαλῶν πολλὰς γλώσσας, Ἀνθ. Πλαν. 362.
|lstext='''μῡριόφωνος''': -ον, ὁ ἐκπέμπων μυρίας φωνάς, ὁ λαλῶν πολλὰς γλώσσας, Ἀνθ. Πλαν. 362.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux mille voix, aux voix innombrables.<br />'''Étymologie:''' [[μυρίοι]], [[φωνή]].
}}
}}