Anonymous

χόλος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_20)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χόλος''': σπανίως ἐπὶ τῆς φυσικῆς σημασίας, = [[χολή]], χόλῳ σ’ ἄρα ἔτρεφε [[μήτηρ]] Ἰλ. Π. 203· ἀκολούθως ἡ [[σημασία]] αὕτη περιωρίσθη εἰς τὴν λέξιν [[χολή]], ἴδε Λοβέκ. Proleg. Pattol. σ. 11. ΙΙ. [[καθόλου]] (μεταφορ.), ὡς τὸ Λατ. bilis, πικρὰ [[διάθεσις]] [[πρός]] τινα, [[ὀργή]], ὀργὴ [[μετὰ]] μίσους, θυμὸς [[ἄγριος]], Ὅμηρ., Ἡσίοδ., Ἡρόδ., καὶ παρὰ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς· [[ἕδρα]] [[αὐτοῦ]] ἦτο τὸ [[στῆθος]], ἀλλὰ μάλ’ οὐκ Ἀχιλῆϊ [[χόλος]] φρεσίν, ἀλλὰ [[μεθήμων]] Ἰλ. Β. 241· (οὕτω, χ. φρενῶν Εὐρ. Μήδ. 1266)· χ. καὶ [[μῆνις]] Ἰλ. Ο. 122· [[χόλος]] λάβε τινὰ Α. 387, κλπ· ἔδυ τινὰ Ι. 553· δάμασσέ τινα Σ. 119· ᾕρει τινὰ Δ. 23· [[χόλος]] ἔμπεσε θυμῷ Ι. 436, κλπ.· χ. ἔχει θυμὸν [[αὐτόθι]] 675· ὅτε χ. ἵκοι τινὰ [[αὐτόθι]] 646· χόλον πέσσειν, καταπέσσειν (ἴδε τὰς λέξεις)· χ. σβέσσαι [[αὐτόθι]] 678· παῦσαι Α. 192, κλπ.· ἐᾶν Ι. 260· [[μεθέμεν]] Α. 283· ἐξακέσασθαι Δ. 36, Ὀδ. Γ. 145· [[ὡσαύτως]], ἐκ χόλου μεταστρέψαι τινὰ Ἰλ. Κ. 107· χόλοιο μεταλήγειν (ἴδε τὴν λέξιν)· λήγειν Ἡσ. Θ. 221· χόλου παύεσθαι [[αὐτόθι]] 533· λωφᾶν Αἰσχύλ. Πρ. 376· παριέναι χόλον τινὶ Εὐρ. Ι. Α. 1609· ― ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐν θυμῷ βάλλεσθαί τινι χόλον Ἰλ. Ξ. 50· χόλον τόνδ’ ἔνθεο θυμῷ Ζ. 326· χ. ἐνέχειν τινὶ Ἡρόδ. 1. 118, 6. 119., 8. 27· ἔχειν τινὶ Εὐρ. Ἑκ. 1118· ὄρσαι Πινδ. Π. 11. 38· κινεῖν Εὐρ. Μήδ. 99 ἐξαναζεῖν Αἰσχύλ. Πρ. 370· χόλου ἄρχεσθαι [[αὐτόθι]] 199. ― [[μετὰ]] γενικ., [[χόλος]] τινὸς (γενικὴ ὑποκειμενική), ἡ [[ὀργή]] τινος, Ἰλ. Σ. 119, Ὀδ. Γ. 145, κ. ἀλλ.· ἀλλὰ καὶ (γενικ. ἀντικειμενικὴ) ὀργὴ [[πρός]] τινα ἢ ἐξ αἰτίας τινός, Ἰλ. Ζ. 335, Ο. 138· (οὕτω, [[χόλος]] τινὶ Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 351, 410, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 840, πρβλ. Schäf. εἰς Pors. Εὐρ. Φοίν. 948)· [[προσέτι]] (γενικ. πράγματος), [[θυμός]], [[ὀργή]] ἐξ αἰτίας πράγματός τινος, Σοφ. Φιλ. 327, Τραχ. 268. 2) [[πικρία]], χ. ἔριδος Σόλων 15. 38. 3) [[πρόξενος]] ὀργῆς, πᾶσα γυνὴ [[χόλος]] ἐστὶν Ἀνθ. Π. 11. 381. ― Τὸ [[χόλος]] [[εἶναι]] ἀρχαιότερος καὶ ποιητικὸς [[τύπος]] τοῦ [[χολή]]· παρὰ τοῖς πεζογράφοις ἐν χρήσει μόνον παρ’ Ἡροδ. καὶ μεταγενεστέροις, [[οἷον]] Λουκ. ἐν Ἔρωσι 2. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ἐν λ. [[χολή]]).
|lstext='''χόλος''': σπανίως ἐπὶ τῆς φυσικῆς σημασίας, = [[χολή]], χόλῳ σ’ ἄρα ἔτρεφε [[μήτηρ]] Ἰλ. Π. 203· ἀκολούθως ἡ [[σημασία]] αὕτη περιωρίσθη εἰς τὴν λέξιν [[χολή]], ἴδε Λοβέκ. Proleg. Pattol. σ. 11. ΙΙ. [[καθόλου]] (μεταφορ.), ὡς τὸ Λατ. bilis, πικρὰ [[διάθεσις]] [[πρός]] τινα, [[ὀργή]], ὀργὴ [[μετὰ]] μίσους, θυμὸς [[ἄγριος]], Ὅμηρ., Ἡσίοδ., Ἡρόδ., καὶ παρὰ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς· [[ἕδρα]] [[αὐτοῦ]] ἦτο τὸ [[στῆθος]], ἀλλὰ μάλ’ οὐκ Ἀχιλῆϊ [[χόλος]] φρεσίν, ἀλλὰ [[μεθήμων]] Ἰλ. Β. 241· (οὕτω, χ. φρενῶν Εὐρ. Μήδ. 1266)· χ. καὶ [[μῆνις]] Ἰλ. Ο. 122· [[χόλος]] λάβε τινὰ Α. 387, κλπ· ἔδυ τινὰ Ι. 553· δάμασσέ τινα Σ. 119· ᾕρει τινὰ Δ. 23· [[χόλος]] ἔμπεσε θυμῷ Ι. 436, κλπ.· χ. ἔχει θυμὸν [[αὐτόθι]] 675· ὅτε χ. ἵκοι τινὰ [[αὐτόθι]] 646· χόλον πέσσειν, καταπέσσειν (ἴδε τὰς λέξεις)· χ. σβέσσαι [[αὐτόθι]] 678· παῦσαι Α. 192, κλπ.· ἐᾶν Ι. 260· [[μεθέμεν]] Α. 283· ἐξακέσασθαι Δ. 36, Ὀδ. Γ. 145· [[ὡσαύτως]], ἐκ χόλου μεταστρέψαι τινὰ Ἰλ. Κ. 107· χόλοιο μεταλήγειν (ἴδε τὴν λέξιν)· λήγειν Ἡσ. Θ. 221· χόλου παύεσθαι [[αὐτόθι]] 533· λωφᾶν Αἰσχύλ. Πρ. 376· παριέναι χόλον τινὶ Εὐρ. Ι. Α. 1609· ― ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐν θυμῷ βάλλεσθαί τινι χόλον Ἰλ. Ξ. 50· χόλον τόνδ’ ἔνθεο θυμῷ Ζ. 326· χ. ἐνέχειν τινὶ Ἡρόδ. 1. 118, 6. 119., 8. 27· ἔχειν τινὶ Εὐρ. Ἑκ. 1118· ὄρσαι Πινδ. Π. 11. 38· κινεῖν Εὐρ. Μήδ. 99 ἐξαναζεῖν Αἰσχύλ. Πρ. 370· χόλου ἄρχεσθαι [[αὐτόθι]] 199. ― [[μετὰ]] γενικ., [[χόλος]] τινὸς (γενικὴ ὑποκειμενική), ἡ [[ὀργή]] τινος, Ἰλ. Σ. 119, Ὀδ. Γ. 145, κ. ἀλλ.· ἀλλὰ καὶ (γενικ. ἀντικειμενικὴ) ὀργὴ [[πρός]] τινα ἢ ἐξ αἰτίας τινός, Ἰλ. Ζ. 335, Ο. 138· (οὕτω, [[χόλος]] τινὶ Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 351, 410, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 840, πρβλ. Schäf. εἰς Pors. Εὐρ. Φοίν. 948)· [[προσέτι]] (γενικ. πράγματος), [[θυμός]], [[ὀργή]] ἐξ αἰτίας πράγματός τινος, Σοφ. Φιλ. 327, Τραχ. 268. 2) [[πικρία]], χ. ἔριδος Σόλων 15. 38. 3) [[πρόξενος]] ὀργῆς, πᾶσα γυνὴ [[χόλος]] ἐστὶν Ἀνθ. Π. 11. 381. ― Τὸ [[χόλος]] [[εἶναι]] ἀρχαιότερος καὶ ποιητικὸς [[τύπος]] τοῦ [[χολή]]· παρὰ τοῖς πεζογράφοις ἐν χρήσει μόνον παρ’ Ἡροδ. καὶ μεταγενεστέροις, [[οἷον]] Λουκ. ἐν Ἔρωσι 2. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ἐν λ. [[χολή]]).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> bile <i>ou</i> fiel;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> colère, haine, ressentiment, rancune : [[χόλος]] τινός, colère éprouvée par qqn, <i>ou</i> au sujet de qqn <i>ou</i> de qch, <i>rar.</i> contre qqn ; χόλον ἔχειν τινός SOPH avoir du dépit <i>ou</i> du ressentiment au sujet de qqn <i>ou</i> de qch ; χόλον ἔχειν τινί EUR avoir du dépit <i>ou</i> être irrité contre qqn ; <i>en parl. des animaux</i> la fureur.<br />'''Étymologie:''' cf. [[χολή]], <i>lat.</i> fel.
}}
}}