Anonymous

παρεισπίπτω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρεισπίπτω''': [[εἰσέρχομαι]] πλαγίως ἢ λαθραίως, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 16, 1, Λουκ., κτλ.· [[μάλιστα]] ἐν πολέμῳ, Πολύβ. 1. 18, 3, κτλ.
|lstext='''παρεισπίπτω''': [[εἰσέρχομαι]] πλαγίως ἢ λαθραίως, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 16, 1, Λουκ., κτλ.· [[μάλιστα]] ἐν πολέμῳ, Πολύβ. 1. 18, 3, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=tomber à l’improviste <i>ou</i> furtivement sur.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[εἰσπίπτω]].
}}
}}