Anonymous

κροτοθόρυβος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κροτοθόρῠβος''': ὁ, ἠχηρὰ [[ἐπικρότησις]], ὁ ἐκ τῶν χειροκροτημάτων γινόμενος [[θόρυβος]], Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 5, Πλούτ. 2. 45F, 1117A.
|lstext='''κροτοθόρῠβος''': ὁ, ἠχηρὰ [[ἐπικρότησις]], ὁ ἐκ τῶν χειροκροτημάτων γινόμενος [[θόρυβος]], Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 5, Πλούτ. 2. 45F, 1117A.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />bruyant applaudissement.<br />'''Étymologie:''' [[κρότος]], [[θόρυβος]].
}}
}}