Anonymous

φρεναπάτης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_19)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φρεναπάτης''': -ου, ὁ, φρεναπατῶν, ματαιολόγοι καὶ φρεναπάται Ἐπιστ. πρὸς Τίτ. α΄ 10· ― φρεναπᾰτάω, ἐξαπατῶ, ἑαυτὸν Ἐπιστ. πρὸς Γαλάτ. Ϛ΄, 3, Γαλην.· πρβλ. «φρεναπατᾷ, χλευάζει» Ἡσύχ., Ἐτυμ. Μέγ. 811. 3. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 289.
|lstext='''φρεναπάτης''': -ου, ὁ, φρεναπατῶν, ματαιολόγοι καὶ φρεναπάται Ἐπιστ. πρὸς Τίτ. α΄ 10· ― φρεναπᾰτάω, ἐξαπατῶ, ἑαυτὸν Ἐπιστ. πρὸς Γαλάτ. Ϛ΄, 3, Γαλην.· πρβλ. «φρεναπατᾷ, χλευάζει» Ἡσύχ., Ἐτυμ. Μέγ. 811. 3. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 289.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />séducteur.<br />'''Étymologie:''' [[φρεναπατάω]].
}}
}}