Anonymous

νυστάζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_13b)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νυστάζω''': μέλλ. -άξω, Ἑβδ. (Ἡσαΐ. Ε΄, 27): ἀόρ. ἐνύσταξα Θεοφρ. Χαρακτ. (πρβλ. ἐπιν-), ἀλλὰ ἐνύστασα Διονύσ. Κωμ. ἐν «Θεσμοφόρῳ» 1. 43, Ἀνθ. Π. 12. 135· - κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει κατ’ ἐνεστῶτα, [[ἐπινεύω]] [[κάτω]] διὰ τὴν ἐπιγινομένην ἐκ τοῦ ὕπνου καταφοράν, κυριεύομαι ὑπὸ ὕπνου, «μὲ παίρνει ὁ [[ὕπνος]]», νυστάζοντα οὐδένα ἂν ἴδῃς Ξεν. Κύρ. 8. 3, 43· [[ὥσπερ]] οἱ νυστάζοντες ἐγειρόμενοι Πλάτ. Ἀπολ. 31Α. 2) [[θέλω]] νὰ κοιμηθῶ, ἔχω διάθεσιν πρὸς [[ὕπνον]], Λατ. dormito, οὐχὶ νυστάζειν γ’ ἔτι ὥρα ’στὶν Ἀριστοφ. Ὄρν. 639· νυστάζοντος δικαστοῦ Πλάτ. Πολ. 405C· - μεταφορ., ν. τε καὶ ἀπορεῖ ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 533Α· τὸν νυστάζοντα καὶ ἀμαθῆ φύσει ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 747Β· ἔν τινι, εἴς τι [[πρᾶγμα]], Πλούτ. 2. 675Β. 3) [[κλίνω]] τὴν κεφαλήν, ἐδάκρυσε καὶ ἐνύσταξε Ἀνθ. Π. 12. 135. - (Ἴδε ἐν λέξ. [[νεύω]] καὶ πρβλ. [[νευστάζω]]).
|lstext='''νυστάζω''': μέλλ. -άξω, Ἑβδ. (Ἡσαΐ. Ε΄, 27): ἀόρ. ἐνύσταξα Θεοφρ. Χαρακτ. (πρβλ. ἐπιν-), ἀλλὰ ἐνύστασα Διονύσ. Κωμ. ἐν «Θεσμοφόρῳ» 1. 43, Ἀνθ. Π. 12. 135· - κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει κατ’ ἐνεστῶτα, [[ἐπινεύω]] [[κάτω]] διὰ τὴν ἐπιγινομένην ἐκ τοῦ ὕπνου καταφοράν, κυριεύομαι ὑπὸ ὕπνου, «μὲ παίρνει ὁ [[ὕπνος]]», νυστάζοντα οὐδένα ἂν ἴδῃς Ξεν. Κύρ. 8. 3, 43· [[ὥσπερ]] οἱ νυστάζοντες ἐγειρόμενοι Πλάτ. Ἀπολ. 31Α. 2) [[θέλω]] νὰ κοιμηθῶ, ἔχω διάθεσιν πρὸς [[ὕπνον]], Λατ. dormito, οὐχὶ νυστάζειν γ’ ἔτι ὥρα ’στὶν Ἀριστοφ. Ὄρν. 639· νυστάζοντος δικαστοῦ Πλάτ. Πολ. 405C· - μεταφορ., ν. τε καὶ ἀπορεῖ ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 533Α· τὸν νυστάζοντα καὶ ἀμαθῆ φύσει ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 747Β· ἔν τινι, εἴς τι [[πρᾶγμα]], Πλούτ. 2. 675Β. 3) [[κλίνω]] τὴν κεφαλήν, ἐδάκρυσε καὶ ἐνύσταξε Ἀνθ. Π. 12. 135. - (Ἴδε ἐν λέξ. [[νεύω]] καὶ πρβλ. [[νευστάζω]]).
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> νυστάξω, <i>ao.</i> ἐνύστασα <i>et</i> ἐνύσταξα, <i>pf. inus.</i><br />laisser tomber la tête ; s’assoupir, s’endormir ; <i>fig.</i> être nonchalant, mou, négligent.<br />'''Étymologie:''' *νυστός, <i>adj. verb. de</i> [[νεύω]].
}}
}}