Anonymous

ἴλλοψ: Difference between revisions

From LSJ
m
LSJ1 replacement
(Bailly1_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=illops
|Transliteration C=illops
|Beta Code=i)/lloy
|Beta Code=i)/lloy
|Definition=οπος, ὁ, ἡ, coined as etym. of <b class="b3">ἔλλοψ</b>, <span class="bibl">Ath.7.308b</span>,c, cf. Plu.2.728e.
|Definition=οπος, ὁ, ἡ, coined as etym. of [[ἔλλοψ]], Ath.7.308b,c, cf. Plu.2.728e.
}}
{{bailly
|btext=οπος;<br /><i>adj. m.</i><br />[[muet]].<br />'''Étymologie:''' mot imaginé pour expliquer [[ἔλλοψ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἴλλοψ''': -οπος, ὁ, ἡ, [[λέξις]] ἐπινοηθεῖσα πρὸς ἐξήγησιν τοῦ Ὁμηρικοῦ [[ἔλλοψ]], «[[ἔλλοπες]]... βούλονται γὰρ κατὰ τὴν ἀναλογίαν ἴλλοπές τινες [[εἶναι]] διὰ τὸ εἴργεσθαι φωνῆς· ἔστι γὰρ τὸ μὲν ἴλλεσθαι εἴργεσθαι, ἡ δὲ ὄψ φωνὴ» κτλ. Ἀθην, 308Β, C, πρβλ. Πλούτ. 2. 728Ε.
|lstext='''ἴλλοψ''': -οπος, ὁ, ἡ, [[λέξις]] ἐπινοηθεῖσα πρὸς ἐξήγησιν τοῦ Ὁμηρικοῦ [[ἔλλοψ]], «[[ἔλλοπες]]... βούλονται γὰρ κατὰ τὴν ἀναλογίαν ἴλλοπές τινες [[εἶναι]] διὰ τὸ εἴργεσθαι φωνῆς· ἔστι γὰρ τὸ μὲν ἴλλεσθαι εἴργεσθαι, ἡ δὲ ὄψ φωνὴ» κτλ. Ἀθην, 308Β, C, πρβλ. Πλούτ. 2. 728Ε.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=οπος;<br /><i>adj. m.</i><br />muet.<br />'''Étymologie:''' mot imaginé pour expliquer [[ἔλλοψ]].
|elrutext='''ἴλλοψ:''' οπος adj. немой (Plut.; вымышленное слово, якобы объясняющее происхождение [[ἔλλοψ]] у Hes.).
}}
}}